-
61 μικρεμπορος
-
62 ξυνεμπορος
ὅ и ἥ попутчик, тж. спутник, сотоварищ(σ. τινος и τινι Aesch., Eur.)
σ. τινί τινος Anth. чей-л. — сотоварищ в чем-л. -
63 συνεμπορος
ὅ и ἥ попутчик, тж. спутник, сотоварищ(σ. τινος и τινι Aesch., Eur.)
σ. τινί τινος Anth. чей-л. — сотоварищ в чем-л. -
64 ταριχεμπορος
-
65 дилер
(торг) ο μεταπράττης (ο έμπορος, που αγοράζει εμπορεύματα προς μεταπώληση).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > дилер
-
66 коммерсант
ο έμποροςο εμπορευόμενοςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > коммерсант
-
67 торговец
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > торговец
-
68 частник
(частный торговец, занимающийся каким-л. ремеслом у себя на дому) о χειροτέχνης-μικρ(ο)έμποροςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > частник
-
69 коммерсант
коммерсантм ὁ ἔμπορος. -
70 купец
купе||цм ὁ Εμπορος. -
71 купчиха
купчихаж1. ἡ ἐμπόρισσα, ἡ ἐμπορος·2. (жена купца) ἡ γυναίκα τοῦ ἐμπορου. -
72 торгаш
торгашм разг пренебр. ὁ αἰσχροκερδής ἐμπορος. -
73 частник
частникм разг ὁ ιδιωτικός ἐμπορος. -
74 έμπορας
ο, έμπόρισσα η см. έμπορος -
75 ιδιωτικός
η, ό[ν] частный, принадлежащий частному лицу; личный;ιδιωτική ζωή — или ιδιωτικ βίος — частная жизнь;
ιδιωτικό σχολείο — частная школа;
ιδιωτικό αυτοκίνητο — частная, личная машина;
ιδιωτικό εμπόριο — частная торговля;
ιδιωτικός έμπορος — частник;
ιδιωτικό κεφάλαιο — частный капитал;
ιδιωτική χρήση — личное пользование;
ιδιωτική υπόθεση — частное, личное дело
-
76 κοτ(τ)άς
κοτ(τ)έμπορος ο торговец птицей (чаще курами) -
77 κοτ(τ)άς
κοτ(τ)έμπορος ο торговец птицей (чаще курами) -
78 ναυαγώ
(ε) αμετ.1) терпеть кораблекрушение; 2) терпеть крушение, неудачу, провал, крах; срываться (о переговорах);ναυαγισμένος έμπορος — разорившийся торговец
-
79 πλανόδιος
-
80 έμπορε
См. также в других словарях:
έμπορος — έμπορος, ο και έμπορας, ο θηλ. ισσα 1. αυτός που αγοράζει φυσικά ή τεχνικά προϊόντα σε μεγάλες σχετικά ποσότητες και τα πουλάει λιανικά με σκοπό το κέρδος. 2. ο χοντρέμπορος (βλ. λ.). 3. αυτός που πουλάει υφάσματα και είδη νεοτερισμού … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἔμπορος — one who goes on ship board as a passenger masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έμπορος — Το άτομο που, με στόχο το κέρδος, αγοράζει και πουλάει φυσικά ή τεχνητά προϊόντα. Στην αρχαιότητα έ. ονομαζόταν εκείνος που μετέφερε προϊόντα της εργασίας του στην πόλη για να τα πουλήσει. Αντίθετα, όσοι μεταπωλούσαν είδη στην αγορά ονομάζονταν… … Dictionary of Greek
Έμπορος, Αμβρόσιος — (17ος αι.). Μοναχός και ζωγράφος. Καταγόταν από τα Χανιά. Είναι γνωστός από δύο εικόνες με θέμα τη Δευτέρα Παρουσία, οι οποίες βρίσκονται η μία στα Χανιά και η άλλη στο Φαμπριάνο της Ιταλίας. Ο Έ. είναι συντηρητικότερος στη μορφολογία από τα… … Dictionary of Greek
αρχαιοπώλης — Έμπορος που ασχολείται με αγοραπωλησίες αρχαίων αντικειμένων κάθε είδους, συμπεριλαμβανομένων χειρογράφων και βιβλίων (κοινώς, αντικέρ). Το εμπόριο αρχαίων αντικειμένων δεν είναι σύγχρονο φαινόμενο. Κατά τους ελληνιστικούς χρόνους, στη Ρώμη και… … Dictionary of Greek
ἐμπόρω — ἔμπορος one who goes on ship board as a passenger masc/fem/neut nom/voc/acc dual ἔμπορος one who goes on ship board as a passenger masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔμπορον — ἔμπορος one who goes on ship board as a passenger masc/fem acc sg ἔμπορος one who goes on ship board as a passenger neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Торговец — • Έμπορος (εμπορία, ср. Mercatura, Торговля), оптовый торговец, отличается от αυτοπώλης и κάπηλος. Αυτοπώλης продает им самим выработанные товары, как, напр., поселянин, привозящий в город деревенские продукты, ремесленник,… … Реальный словарь классических древностей
Σβαρτς, Γεώργιος — Έμπορος στην κοινότητα Αμπελακιών της Θεσσαλίας. Λεγόταν και Μαύρος. > Αμπελάκια … Dictionary of Greek
ἐμπόροις — ἔμπορος one who goes on ship board as a passenger masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμπόρου — ἔμπορος one who goes on ship board as a passenger masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)