-
1 έμπληκτος
-
2 ἔμπληκτος
-
3 εμπληκτος
21) ошеломленный, напуганный(ὑπὸ τῶν κυνῶν Xen.)
2) неразумный, безрассудный(ἔ. τε καὴ ἀστάθμητος Plat.)
3) легкомысленный, непостоянный(βροτοί Soph.)
4) превратный (sc. αἱ τύχαι Eur.) -
4 ἔμπληκτος
A stunned, amazed,ὑπὸ τῶν κυνῶν γενέσθαι X.Cyn.5.9
: hence, stupid, senseless,ἔ. καὶ μανικός Plu.Rom.28
, Agath.3.24, etc.;ἔμπληκτα ληρεῖν Gal.8.693
.2 in [dialect] Att., impulsive: hence, unstable, capricious, S.Aj. 1358, Arist.EE 1240b17;αἱ τύχαι, ἔ. ὡς ἄνθρωπος, ἄλλοτ' ἄλλοσε πηδῶσι E.Tr. 1205
; [ ἡ φιλοσοφία] τῶν ἑτέρων παιδικῶν πολὺ ἧττον ἔ. Pl.Grg. 482a;ἐ. τε καὶ ἀσταθμήτους Id.Ly. 214d
;ἔ. ταῖς ἐπιθυμίαις Plu. Dio 18
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἔμπληκτος
-
5 ἔμπληκτος
ἔμ-πληκτος, (1) betäubt, betroffen, verblüfft; unsinnig, dumm. (2) unbesonnen, wankelmütig. So adv., τὸ ἐμπλήκτως ὀξύ, unbesonnene Eile -
6 εμπληκτότερον
ἔμπληκτοςstunned: adverbial compἔμπληκτοςstunned: masc acc comp sgἔμπληκτοςstunned: neut nom /voc /acc comp sg -
7 ἐμπληκτότερον
ἔμπληκτοςstunned: adverbial compἔμπληκτοςstunned: masc acc comp sgἔμπληκτοςstunned: neut nom /voc /acc comp sg -
8 έμπληκτον
-
9 ἔμπληκτον
-
10 εμπληκτότατον
-
11 ἐμπληκτότατον
-
12 εμπλήκτως
-
13 ἐμπλήκτως
-
14 ἐμ-πληγής
ἐμ-πληγής, ές, = ἔμπληκτος, Nic. Al. 159.
-
15 ἐμ-πλήγδην
ἐμ-πλήγδην, adverb., einmal bei Homer, Odyss. 20, 132, wo Aristarch es in seinem Commentar = εὐμεταβόλως erklärte, »wankelmüthig«, » inconsequent«, s. Apollon. Lex. Homer. p. 67, 28 Lehrs Aristarch. ed. 2 p. 152. Vgl. ἔμπληκτος.
-
16 έμπληκτα
-
17 ἔμπληκτα
-
18 έμπληκτε
-
19 ἔμπληκτε
-
20 έμπληκτοι
См. также в других словарях:
έμπληκτος — ἔμπληκτος, ον (AM) ταραγμένος, έκπληκτος αρχ. 1. ανόητος, ηλίθιος 2. απερίσκεπτος, ασταθής, ιδιότροπος 3. επιρρεπής 4. ορμητικός … Dictionary of Greek
ἔμπληκτος — stunned masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμπληκτότερον — ἔμπληκτος stunned adverbial comp ἔμπληκτος stunned masc acc comp sg ἔμπληκτος stunned neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμπληκτότατον — ἔμπληκτος stunned masc acc superl sg ἔμπληκτος stunned neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμπλήκτως — ἔμπληκτος stunned adverbial ἔμπληκτος stunned masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔμπληκτον — ἔμπληκτος stunned masc/fem acc sg ἔμπληκτος stunned neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμπληκτότατος — ἔμπληκτος stunned masc nom superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμπληκτότεροι — ἔμπληκτος stunned masc nom/voc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμπληκτότερος — ἔμπληκτος stunned masc nom comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμπλήκτοις — ἔμπληκτος stunned masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμπλήκτου — ἔμπληκτος stunned masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)