Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ἔμπληκτος

См. также в других словарях:

  • έμπληκτος — ἔμπληκτος, ον (AM) ταραγμένος, έκπληκτος αρχ. 1. ανόητος, ηλίθιος 2. απερίσκεπτος, ασταθής, ιδιότροπος 3. επιρρεπής 4. ορμητικός …   Dictionary of Greek

  • ἔμπληκτος — stunned masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐμπληκτότερον — ἔμπληκτος stunned adverbial comp ἔμπληκτος stunned masc acc comp sg ἔμπληκτος stunned neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐμπληκτότατον — ἔμπληκτος stunned masc acc superl sg ἔμπληκτος stunned neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐμπλήκτως — ἔμπληκτος stunned adverbial ἔμπληκτος stunned masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἔμπληκτον — ἔμπληκτος stunned masc/fem acc sg ἔμπληκτος stunned neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐμπληκτότατος — ἔμπληκτος stunned masc nom superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐμπληκτότεροι — ἔμπληκτος stunned masc nom/voc comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐμπληκτότερος — ἔμπληκτος stunned masc nom comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐμπλήκτοις — ἔμπληκτος stunned masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐμπλήκτου — ἔμπληκτος stunned masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»