-
21 ἔμπληκτοι
-
22 εμπληκτότατος
-
23 ἐμπληκτότατος
-
24 εμπληκτότεροι
-
25 ἐμπληκτότεροι
-
26 εμπληκτότερος
-
27 ἐμπληκτότερος
-
28 εμπλήκτοις
-
29 ἐμπλήκτοις
-
30 εμπλήκτου
-
31 ἐμπλήκτου
-
32 εμπλήκτους
-
33 ἐμπλήκτους
-
34 εμπλήκτω
-
35 ἐμπλήκτῳ
-
36 εμπλήκτων
-
37 ἐμπλήκτων
-
38 ἐμπληγής
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐμπληγής
-
39 ἐμπληκταδοῦς
ἐμπληκτᾰδοῦς, ὁ,A = ἔμπληκτος, coined by Eust.971.43.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐμπληκταδοῦς
-
40 ἐμπλήσσω
I intr., strike against, fall upon or into, c. dat.,ὡς ὅτ' ἂν ἢ κίχλαι.. ἠὲ πέλειαι ἕρκει ἐνιπλήξωσι Od.22.469
;τάφρῳ Il.12.72
; νηῒ ἐ. fall upon it, of a storm, Arat. 423: abs., dash, A.R.1.1203, 2.602.II c. acc. pers., attack, Id.3.1297.3 [tense] pf. part. [voice] Pass. ἐμπεπληγμένος, = ἄνεως, Gal.Lex.Hipp.s.h.v.; cf. ἔμπληκτος.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐμπλήσσω
См. также в других словарях:
έμπληκτος — ἔμπληκτος, ον (AM) ταραγμένος, έκπληκτος αρχ. 1. ανόητος, ηλίθιος 2. απερίσκεπτος, ασταθής, ιδιότροπος 3. επιρρεπής 4. ορμητικός … Dictionary of Greek
ἔμπληκτος — stunned masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμπληκτότερον — ἔμπληκτος stunned adverbial comp ἔμπληκτος stunned masc acc comp sg ἔμπληκτος stunned neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμπληκτότατον — ἔμπληκτος stunned masc acc superl sg ἔμπληκτος stunned neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμπλήκτως — ἔμπληκτος stunned adverbial ἔμπληκτος stunned masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔμπληκτον — ἔμπληκτος stunned masc/fem acc sg ἔμπληκτος stunned neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμπληκτότατος — ἔμπληκτος stunned masc nom superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμπληκτότεροι — ἔμπληκτος stunned masc nom/voc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμπληκτότερος — ἔμπληκτος stunned masc nom comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμπλήκτοις — ἔμπληκτος stunned masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμπλήκτου — ἔμπληκτος stunned masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)