-
1 έμπληκτοι
-
2 ἔμπληκτοι
См. также в других словарях:
ἔμπληκτοι — ἔμπληκτος stunned masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 έμπληκτοι
2 ἔμπληκτοι
ἔμπληκτοι — ἔμπληκτος stunned masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)