Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἔλλοβος

См. также в других словарях:

  • ἔλλοβος — bearing fruit in a pod masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • έλλοβος — η, ο (Α ἔλλοβος, ον) (για καρπό) αυτός που αναπτύσσεται μέσα σε λοβό …   Dictionary of Greek

  • έλλοβος, -η — ο (για καρπούς), που αναπτύσσεται μέσα σε λοβό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἔλλοβον — ἔλλοβος bearing fruit in a pod masc/fem acc sg ἔλλοβος bearing fruit in a pod neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἔλλοβα — ἔλλοβος bearing fruit in a pod neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξυλοκέρατο — το (ΑΜ ξυλοκέρατον) νεοελλ. ο καρπός τής ξυλοκερατιάς, το χαρούπι μσν. αρχ. η χαρουπιά, γνωστή με τη λόγια ονομασία κερωνία η έλλοβος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξύλον + κέρατον] …   Dictionary of Greek

  • χαρουπιά — (κερατονία η κερατέα, οικογένεια λεγκουμινώδη ή κατ’ άλλους οικογένεια καισαλπινίδες, τάξη λεγκουμινώδη, δικοτυλήδονα). Δέντρο που κατάγεται από την ανατολική Μεσόγειο και ζει κατά μήκος των εύκρατων παραλιακών περιοχών της Μεσογείου. Oνομάζεται… …   Dictionary of Greek

  • lē̆ b-, lō̆ b-, lāb-, leb- —     lē̆ b , lō̆ b , lāb , leb     English meaning: to hang down loosely; lip     Deutsche Übersetzung: ‘schlaff herabhängen”, also “Lippe” (?)     Note: partly with anlaut. s ; besides, but less frequent, often (see in addition lep “peel” am… …   Proto-Indo-European etymological dictionary

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»