-
1 ελλοβόκαρπος
-
2 ἐλλοβόκαρπος
-
3 ἐλλοβόκαρπος
ἐλλοβόκαρπος, ον,A bearing fruit in a pod, Thphr.HP6.5.3. [full] ἔλλοβος, ον, in a pod, καρπός ib.3.14.4, 4.2.8. [full] ἐλλοβοσπέρμᾰτος, ον, with its seed in a pod, opp. γυμνοσπ., ib.7.3.2.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐλλοβόκαρπος
-
4 ελλοβόκαρπος
έλλοβος, ος, ον бот. стручковый;τα ελλοβόκαρπα — железистоплодные
-
5 ἐλλοβόκαρπος
-
6 ελλοβοσπέρματος
ος, ον см. ελλοβόκαρπος
См. также в других словарях:
ἐλλοβόκαρπος — bearing fruit in a pod masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ελλοβόκαρπος — η, ο (βοτ.) 1. που ο καρπός του αναπτύσσεται μέσα σε λοβό (π.χ. το κουκί, το φασόλι κ.ά.). 2. το ουδ. πληθ. ως ουσ., ελλοβόκαρπα τέτοια φυτά, θάμνοι ή πόες, του αθροίσματος των δικοτυλήδονων … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ελλοβόκαρπα — τα (Α ἐλλοβόκαρπος, ον) νεοελλ. τα χεδρωπά ή ψυχανθή με τεράστια ποικιλία ειδών αρχ. (για φυτό) αυτός τού οποίου ο καρπός βρίσκεται μέσα σε λοβό … Dictionary of Greek
καρπός — I (Βοτ.). Το προϊόν στο οποίο μεταμορφώνεται, μετά τη γονιμοποίηση, η ωοθήκη του άνθους. Το γονιμοποιημένο ωοκύτταρο εξελίσσεται σε έμβρυο, οι σπερματικοί χιτώνες που το περιβάλλουν σχηματίζουν το σπερματικό περίβλημα και ολόκληρη η σπερματική… … Dictionary of Greek
χεδροπός — όν, Α [χεδροπά] πιθ. ελλοβόκαρπος … Dictionary of Greek