-
1 ελλοβόκαρπος
έλλοβος, ος, ον бот. стручковый;τα ελλοβόκαρπα — железистоплодные
См. также в других словарях:
ἔλλοβος — bearing fruit in a pod masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έλλοβος — η, ο (Α ἔλλοβος, ον) (για καρπό) αυτός που αναπτύσσεται μέσα σε λοβό … Dictionary of Greek
έλλοβος, -η — ο (για καρπούς), που αναπτύσσεται μέσα σε λοβό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἔλλοβον — ἔλλοβος bearing fruit in a pod masc/fem acc sg ἔλλοβος bearing fruit in a pod neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔλλοβα — ἔλλοβος bearing fruit in a pod neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξυλοκέρατο — το (ΑΜ ξυλοκέρατον) νεοελλ. ο καρπός τής ξυλοκερατιάς, το χαρούπι μσν. αρχ. η χαρουπιά, γνωστή με τη λόγια ονομασία κερωνία η έλλοβος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξύλον + κέρατον] … Dictionary of Greek
χαρουπιά — (κερατονία η κερατέα, οικογένεια λεγκουμινώδη ή κατ’ άλλους οικογένεια καισαλπινίδες, τάξη λεγκουμινώδη, δικοτυλήδονα). Δέντρο που κατάγεται από την ανατολική Μεσόγειο και ζει κατά μήκος των εύκρατων παραλιακών περιοχών της Μεσογείου. Oνομάζεται… … Dictionary of Greek
lē̆ b-, lō̆ b-, lāb-, leb- — lē̆ b , lō̆ b , lāb , leb English meaning: to hang down loosely; lip Deutsche Übersetzung: ‘schlaff herabhängen”, also “Lippe” (?) Note: partly with anlaut. s ; besides, but less frequent, often (see in addition lep “peel” am… … Proto-Indo-European etymological dictionary