-
1 λαμπρός
λαμπρός ( λάμπω), 11 leuchtend, glänzend, Hom. meist vom Glanz der Himmelskörper, λ. φάος ἠελίοιο, Il. 1, 650, ἀστήρ, 4, 77, u. des Erzes, φάλοι, κόρυϑες, 13, 132. 17, 269; so Pind. φέγγος, ἀκτῖ. νες, P. 8, 101. 4, 198; ἡλίου κύκλος, Aesch. Pers. 496, wie Soph. Ant. 412; λαμπρὸν ἡλίου σέλας El. 17; auch στεροπή, Ai. 250; übertr., τὸ λαμπρὸν φῶς ἀποσβεννὺς γένους frg. 497; auch in Prosa, πρὶν ἡμέραν λαμπρὰν γίνεσϑαι D. Hal. 3, 27; ἦν σελήνη λαμπρά, heller Mondschein, Thuc. 7, 44; – αἰϑήρ, Eur. Or. 1087; vgl. Ar. Nub. 269; – κάλλος, strahlende Schönheit, Plat. Phaedr. 250 b; vom Auge, ὄμμα, Eur. Hec. 1045; Soph. O. R. 1483. – Von allen glänzenden Farben, besonders = weiß, rein, χιτὼν λαμπρὸς ἦν ἠέλιος ὥς Od. 19, 234; bei Pol. 10, 4, 5 von der toga candida; von prächtigen Kleidern, ἐβουλόμην σε ὡς λαμπρότατον φανῆναι Xen. Cyr. 2, 4, 5. – Auch von der Stimme, helltönend, laut, Poll. 2, 116; λαμπρὰ κηρύσσειν, Eur. Heracl. 864; λαμπρᾷ τῇ φωνῇ, Dem. 19, 199; φώνημα λαμπρότατον, Luc. Alex. 3; übertr., hell, einleuchtend, λαμπρὰ μαρτύρια παρῆν Aesch. Eum. 764, wie λαμπρῶς κοὐδὲν αἰνικτηρίως Prom. 835; λαμπρὰ συμβαίνει, glänzend trifft es ein, Tr. 1164; so kann man auch fassen γεγενημένης τῆς νίκης λαμπρᾶς ἤδη, da der Sieg entschieden war, Thuc. 7, 55. – 2) rein u. unvermischt, vom Wasser, klar, βορβόρῳ ϑ' ὕδωρ λαμπρὸν μιαίνων Aesch. Eum. 695; τῶν λαμπρῶν καὶ ψυχρῶν ὑδάτων Xen. Hell. 5, 3, 19; dah. kräftig, frisch, ἄνεμος, Her. 2, 96; vgl. Plut. Them. 14; Pol. 1, 44, 3. 60, 6; ἀνέμου λαμπρὸν καταπνέοντος Plut. conj. praec. 413, was Einige trans, hell machend, die Luft reinigend od. die Wolken verjagend erkl., unrichtig. Dahin kann man auch rechnen μάχη λαμπρά, heftige Schlacht, Pol. 10, 12, 15, vgl. 16, 5, 7, κίνδυνος λαμπρότερος, 1, 45, 9. – 3) oft von Menschen, theils = durch Thatenglanz hervorleuchtend, berühmt, angesehen, ἐν Ἀϑήνῃσι, ἐν πολέμοις, Her. 6, 125. 7, 154; οὐ γὰρ λόγοισι τὸν βίον σπουδάζομεν λαμπρὸν ποιεῖσϑαι Soph. O. C. 1146; Παυσανίαν καὶ Θεμιστοκλέα, λαμπροτάτους γενομένους τῶν καϑ' ἑαυτούς Thuc. 1, 138; ἐν τοῖς κινδύνοις Pol. 24, 1, 6; – theils durch Aufwand od. Lebensweise, prachtliebend, freigebig, splendid, ἐν ταῖς λειτουργίαις Isocr. 3, 56; ὁμολογῶ Μειδίαν ἁπάντων τῶν ἐν τῇ πόλει λαμπρότατον γεγενῆσϑαι Dem. 21, 153; Plat. Hipp. min. 368 d; πρὸς τὰ χρήματα Plut. Philop. 15. Auch τῶν διϑυράμβων τὰ λαμπρά, prunkvoll, Ar. Av. 1388, vgl. Plut. 144; ἔπη Soph. O. C. 725. Aehnl. οὐκ ἐν λόγοις ἦν λαμπρὸς ἀλλ' ἐν ἀσπίδι – δεινὸς σοφιστής Eur. Suppl. 902. – Adv. λαμπρῶς, glänzend, prächtig, ὡς εὐκοσμότατα καὶ λαμπρότατα προςελϑεῖν, Xen. Cyr. 2, 4, 1; – heftig (s. oben 2), ἐπικείμενοι Thuc. 7, 71; λαμπρῶς ἐχρήσαντο τοῖς χρήμασι Pol. 4, 57, 10.
-
2 λαμπρός
A bright, radiant, of the sun and stars,λ. φάος ἠελίοιο Il.1.605
;ἀστήρ 4.77
; - ότατος, of Sirius, 22.30 (and of the same, ); λαμπρὰ σελήνη Hes.ll.cc., cf. Th.7.44;πρὶν ἡμέραν λ. γενέσθαι D.H.3.27
; of the eyes, S.OT 1483, E. Hec. 1045, etc., v. infr. 11.3; of metallic bodies, λ. φάλοι, κόρυθες, Il.13.132, 17.269: neut. as Adv.,θώρηκες λαμπρὸν γανόωντες 13.265
.2 of white cloths and the like , bright, λαμπρὸς δ' ἦν ἠέλιος ὥς [ὁ χιτών] Od.19.234;δέρμα.. -ότατον λευκότητι Hdt.4.64
; λ. ἐσθής, = Lat. toga candida, Plb.10.5.1.3 of water, clear, limpid, A.Eu. 695, Hp.Aër.5, X.HG5.3.19; of air,λ. ἠήρ Hp.
Aër.15; ([comp] Sup., lyr.).4 of sound or voice, clear, distinct, Pl.Phlb. 51d, D.19.199;λαμπρὰ κηρύσσειν E.Heracl. 864
;φωνὴ -οτέρα Arist. HA 545a12
; opp. φ. ἀσαφής, Id.Aud. 801b22;λαμπρὸν ἀνολολύξαι Plu. 2.768d
; cf.λάμπω 1.2
.5 metaph., of vigorous action, λ. ἄνεμος a keen wind, Hdt.2.96, cf.A.Ag. 1180; λ. ἤδη καὶ μέγας καθιείς swooping down like a fresh and mighty breeze, Ar.Eq. 430, cf. 760; λαμπρὸς φανήσεται he will come furiously forth, E.Heracl. 280; λ. μάχη a keenly contested battle, Plb.10.12.5; -ότερος κίνδυνος Id.1.45.9
. Adv. -ρῶς, ἐπικείμενοι vigorously, Th.7.71; utterly, λ. ἡττῆσθαι, λ. περιεστοιχίσθαι, Hld.4.4, 9.1.6 metaph. also, clear, manifest, ; ;ἴχνη X.Cyn. 5.5
;γεγενημένης τῆς νίκης λ. ἤδη Th.7.55
; λ. φυγή decisive, Arr.An. 2.11.3. Adv. -ρῶς, κοὐδὲν αἰνικτηρίως A.Pr. 833
;λελυμένων λ. τῶν σπονδῶν Th.2.7
;λ. νικᾶν Arr.An.2.10.4
; λαμπρῶς ἐλέγετο it was said without concealment, Th.8.67.II of persons, well-known, illustrious by deeds, station, etc.,λ. ἐν τῇσι Ἀθήνῃσι Hdt.6.125
;ἐν τοῖσι πολέμοισι ἐὼν -ότατος Id.7.154
; λ. ἐν [τοῖς κινδύνοις] D.19.269; -οτάτους γενομένους τῶν καθ' ἑαυτούς Th.1.138
;ἐξ ἀδόξων γενέσθαι λ. Isoc.5.89
;λ. ἐς γένος E.El.37
;ἐν λόγοις Id.Supp.[902]
; as honorary title, - ότατος, = Lat. clarissimus, IG14.911, 7.91, etc.; of cities, councils, etc., A 4 (iv A. D.), cf. 867.4 ([comp] Sup., Ephesus, ii A. D.); of actions, etc.,ἔργον οὐδὲν ἀπ' αὐτῶν λ. γίνεται Hdt.3.72
;τὸν βίον λ. ποιεῖσθαι S.OC 1144
;τὸ λ. φῶς ἀποσβεννὺς γένους Trag.Adesp.9
.2 magnificent, munificent,λ. ἐν ταῖς λειτουργίαις Isoc.3.56
, cf. D.21.153 ([comp] Sup.); ὁ λ. καὶ πλούσιος οὗτος ib. 174. Adv. -ρῶς, χορηγεῖν Antipho 2.2.12
, Arist.EN 1122b22.3 bright, joyous, λ. ὥσπερ ὄμματι, of the bearer of good news, S.OT 81, cf. X.HG4.5.10; λαμπρὸν ἐξέπεμψα with bright hopes, S.El. 1130;λ. ταῖς ἐλπίσιν Jul.Or.2.64b
; also ὄμματι δέρκομαι λαμπρόν, of one clear in conscience, Pi.N.7.66.III of outward appearance, splendid, brilliant, ; of a horse, IG22.956.87, X.Eq.11.1; in dress, Id.Cyn.2.4.5 ([comp] Sup.); of youthful bloom,ὥρᾳ ἡλικίας λ. Th.6.54
; of healthy look, Hp.Aër.24; of property, dress, etc.,εἴ τί γ' ἔστι λ. καὶ καλόν Ar.Pl. 144
, cf. E.Fr.316.5;κατασκευή X.Smp.1.4
([comp] Comp.); λ. κάλλος beaming beauty, Pl. Phdr. 250b, etc.: more generallyλ. τι ποιεῖν X.Cyr.5.4.15
; τὸ λ. splendour, Pi.N.8.34;λ. γενέσθαι βουλόμεσθα τοὺς γάμους Euang.1.3
. Adv. -ῶς, opp. λιτῶς, Phld.Mort.30: [comp] Sup. - ότατα X.Cyr.2.4.1; later - οτάτως JHS44.26 (Ancyra, ii A. D.).2 of language, brilliant,τῶν διθυράμβων τὰ λ. Ar.Av. 1388
; λ. λέξις ornamental diction, Arist. Po. 1460b4;λόγος Hermog.Id.1.9
.IV Astrol., of degrees in a zodiacal sign,ἑκάστου ζῳδίου λαμπρὰς μοίρας ἐξέθεντο Heph.Astr.1.1
, al.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λαμπρός
-
3 λαμπρος
31) светлый, сияющий, яркий(φάος ἠελίοιο Hom.; ἀκτῖνες Pind.; ἡλίου σέλας Soph.; ἀστήρ NT.)
; блестящий, сверкающий(φάλοι, κόρυθες Hom.)
; светлый, блистающий, яркий(ὅ χιτών Hom.: ἐσθής NT.)
; светлый, лучезарный(κάλλος Plat.)
2) чистый, прозрачный(αἰθήρ Eur.; ὕδωρ Aesch.)
3) чистый, ясный(φωνή Dem.; φώνημα Luc.)
λαμπρὰ κηρύσσειν Eur. — громогласно возвещать;λαμπρὸν ἀνολολύζειν Plut. — громко возопить4) ясный, отчетливый, четкий(ἴχνη Xen.)
5) ясный, явный, бесспорный(νίκη Thuc.; μαρτύρια Aesch.)
6) славный, знаменитый(ἐν Ἀθήνῃσι, ἐν τοῖσι ιτολέμοισι, ἔργον Her.; βίος Soph.)
7) пышный, окруженный блеском(λ. καὴ πλούσιος Dem.)
8) величавый, возвышенный(ἔπη Soph.)
9) щедрый(ἐν ταῖς λειτουργίαις Isocr.; πρὸς τὰ χρήματα Plut.)
10) великолепный, горделивый(ἵππος Xen.)
11) блистательный, цветистый(λέξις Arst.)
12) сияющий, радостный(ὄμματι Soph.)
13) полный жизни, цветущий(ὥρα ἡλικίας Thuc.)
14) сильный, резкий(ἄνεμος Her.)
15) ожесточенный(μάχη Polyb.)
16) серьезный, грозный(κίνδυνος Polyb.)
λ. φανήσεται Eur. — (Эврисфей) явится, словно гроза -
4 λαμπρός
λαμπρός, ά, όν блистательный, сияющий (ср. λάμπω, λαμπάς) -
5 Λαμπρός
Λαμπρόςbright: masc nom sg -
6 Λάμπρος
Λάμπροςmasc nom sg -
7 λαμπρός
λαμπρόςbright: masc nom sg -
8 λαμπρός
1 shining, brilliantλαμπραὶ δ' ἦλθον ἀκτῖνες στεροπᾶς P. 4.198
δέρμα λαμπρὸν ἔννεπεν the golden fleece P. 4.241ἀλλ' ὅταν αἴγλα διόσδοτος ἔλθῃ, λαμπρὸν φέγγος ἔπεστιν ἀνδρῶν P. 8.97
n. s. pro subs., ( πάρφασις)· ἃ τὸ μὲν λαμπρὸν βιᾶται, τῶν δ' ἀφάντων κῦδος ἀντείνει σαθρόν brilliance N. 8.34 n. s. pro adv.ἔν τε δαμόταις ὄμματι δέρκομαι λαμπρόν N. 7.66
-
9 λαμπρός
λαμπρός, sup. λαμπρότατος: bright, brilliant, shining. (Il. and Od. 19.234.)A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > λαμπρός
-
10 λαμπρός
λαμπρός, (1) leuchtend, glänzend, meist vom Glanz der Himmelskörper u. des Erzes; ἦν σελήνη λαμπρά, heller Mondschein; κάλλος, strahlende Schönheit; vom Auge. Von allen glänzenden Farben, besonders = weiß, rein; von der toga candida; von prächtigen Kleidern. Auch von der Stimme: helltönend, laut; übertr., hell, einleuchtend; λαμπρὰ συμβαίνει, glänzend trifft es ein; so kann man auch fassen γεγενημένης τῆς νίκης λαμπρᾶς ἤδη, da der Sieg entschieden war. (2) rein u. unvermischt, vom Wasser: klar; dah. kräftig, frisch; μάχη λαμπρά, heftige Schlacht. (3) oft von Menschen, teils = durch Tatenglanz hervorleuchtend, berühmt, angesehen; teils durch Aufwand od. Lebensweise, prachtliebend, freigebig, splendid. Auch τῶν διϑυράμβων τὰ λαμπρά, prunkvoll. Adv. λαμπρῶς, glänzend, prächtig; heftig -
11 λαμπρός
λαμπρός, ά, όν (s. λάμπω; Hom.+; ins, pap, LXX, TestSol, TestAbr, Test12Patr, JosAs; ApcMos 33; Philo, Joseph., Just., Mel.)① pert. to radiating light, bright of heavenly bodies (Hom. et al.; X., Mem. 4, 7, 7; EpJer 59; TestNapht 5:4; Cat. Cod. Astr. IX/1, 174, 30) the sun (Philo, Somn. 2, 282) Hs 9, 17, 4. The morning star Rv 22:16.② pert. to being free of anything that impedes clear perception, clear, transparent (Aeschyl., Eum. 695; X., Hell. 5, 3, 19) ποταμὸν ὕδατος ζωῆς λαμπρὸν ὡς κρύσταλλον Rv 22:1.③ pert. to having a glistening qualityⓐ of garments, esp. white ones: bright, shining (Od. 19, 234; Polyb. 10, 4, 8; 10, 5, 1; SIG 1157, 39f ἐν ἐσθῆσιν λαμπραῖς; Philo, De Jos. 105 λ. ἐσθής) ἱματισμὸς λαμπρότατος a brightly shining garment Hv 1, 2, 2. ἐσθής Lk 23:11 (PJoüon, RSR 26, ’36, 80–85); Ac 10:30; Js 2:2f. στόλη (Jos., Vi. 334; TestSol 10:28 C στολὰς λαμπράς; TestAbr A 16 p. 97, 8f [Stone p. 42] στολὴν λαμπροτάτην; JosAs 14:15) GPt 13:55. βύσσινον λ. καθαρόν Rv 19:8 (cp. Jos., Ant. 8, 72). λίνον καθαρὸν λ. 15:6.ⓑ of other objects: gleaming, bright, stones Hv 3, 2, 4b; Hs 9, 3, 3; 9, 4, 6; 9, 6, 7f; 9, 8, 7; 9, 9, 3f; 9, 17, 3; 9, 30, 2 and 4; cp. οἰκοδομὴ τοῦ πύργου 9, 30, 1. ἐπάρασα ῥάβδον τινὰ λαμπράν as she lifted up a sort of glittering staff Hv 3, 2, 4a.④ as subst. τὰ λαμπρά splendor (Philo, In Flacc. 165, Leg. ad Gai. 327; Mel., HE 26, 8), in which a rich man takes delight (cp. Jos., Ant. 12, 220 δωρεὰς δοὺς λαμπράς) Rv 18:14.—DELG s.v. λάμπω. M-M. TW. Spicq. -
12 λαμπρός
-
13 λαμπρός
{прил., 9}светлый, сияющий, блестящий, сверкающий, блистательный, чистый, прозрачный, ясный.Ссылки: Лк. 23:11; Деян. 10:30; Иак. 2:2, 3; Откр. 15:6; 18:14; 19:8; 22:1, 16.*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > λαμπρός
-
14 λαμπρός
{прил., 9}светлый, сияющий, блестящий, сверкающий, блистательный, чистый, прозрачный, ясный.Ссылки: Лк. 23:11; Деян. 10:30; Иак. 2:2, 3; Откр. 15:6; 18:14; 19:8; 22:1, 16.*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > λαμπρός
-
15 λαμπρός
светлый, сияющий, блестящий, сверкающий, блистательный, чистый, прозрачный, ясный.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > λαμπρός
-
16 λαμπρὸς
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > λαμπρὸς
-
17 λαμπρός
-
18 λαμπρός
-ά,-όν + A 0-0-0-0-7=7 TobS 13,13; Wis 6,12; 17,19; Sir 29,22; 30,25bright, clear (of light) TobS 13,13; bright, radiant (of stars) LtJ 59; radiant (of wis-dom) Wis 6,12; open- handed, generous (of pers.) Sir 31,23; joyous, cheerful Sir 30,25; sumptuous Sir 29,22Cf. LARCHER 1984, 417-418; SPICQ 1978a, 460-462; →TWNT -
19 λαμπρός
[ламброс] επ великолепный, прекрасный. -
20 λαμπρός
1) brillant2) splendide
См. также в других словарях:
Λαμπρός — bright masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαμπρός — bright masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Λάμπρος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαμπρός — Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Βλ. λ. Θεόδωρος. Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. * * * ή, ό, θηλ. και ά (AM λαμπρός, ά, όν, θηλ. και ή) 1. αυτός που λάμπει, λαμπερός, φωτεινός, ακτινοβόλος (α. «ο ήλιος είναι σήμερα λαμπρός» β. «ἦν … Dictionary of Greek
λαμπρός — ή, ό επίρρ. ά 1. φωτεινός, λαμπερός, ακτινοβόλος: Ο λαμπρός ήλιος. 2. εξαίρετος, διαπρεπής, ένδοξος: Ο γιατρός αυτός είναι λαμπρός επιστήμονας. 3. ωραίος: Λαμπρή φορεσιά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Λάμπρος, Σπυρίδων — (Κέρκυρα 1851 – Σκόπελος 1919). Ιστορικός, πανεπιστημιακός και πολιτικός. Θεωρείται ο πιο διαπρεπής μεσαιωνολόγος και ιστοριοδίφης της νεότερης Ελλάδας. Γιος του νομισματολόγου Παύλου Λάμπρου (βλ. λ.), ο Λ. έδειξε πολύ πρώιμη κλίση στα γράμματα… … Dictionary of Greek
Λάμπρος, Ιωάννης — (Κέρκυρα 1843 – Αθήνα 1909). Νομισματολόγος, γιος του Παύλου Λάμπρου (βλ. λ.). Μετά τις εγκύκλιες σπουδές του στην Κέρκυρα και στην Αθήνα, παρέμεινε για μεγάλο χρονικό διάστημα στην Ευρώπη, όπου επιδόθηκε σε αρχαιολογικές και νομισματολογικές… … Dictionary of Greek
Λάμπρος, Παύλος — (Καλαρρύτες Ηπείρου 1820 – Αθήνα 1887). Νομισματολόγος. Εντελώς αυτοδίδακτος, οργάνωσε πλούσιες νομισματικές συλλογές και δημοσίευσε πολύ αξιόλογες πραγματείες στην ελληνική, στη γαλλική και στη γερμανική γλώσσα, οι κυριότερες από τις οποίες… … Dictionary of Greek
Κωνσταντάρας, Λάμπρος — (Αθήνα 1913 – 1985). Ηθοποιός του θεάτρου και του κινηματογράφου. Φοίτησε στη σχολή του Λουί Ζουβέ στο Παρίσι, όπου πραγματοποίησε την πρώτη του εμφάνιση στο Σχολείο γυναικών του Μολιέρου (1937). Έπαιξε επίσης στις ταινίες Ευτυχισμένες μέρες, Ας… … Dictionary of Greek
Πορφύρας, Λάμπρος — (λογοτεχνικό ψευδώνυμο του Δημητρίου Συψώμου, Χίος 1879 – Πειραιάς 1932). Έλληνας ποιητής. Μεγάλωσε στον Πειραιά και φοίτησε στη Νομική σχολή του πανεπιστημίου Αθηνών αλλά δεν έφτασε μέχρι το πτυχίο. Για ένα διάστημα συγκινήθηκε από τις ιδέες του … Dictionary of Greek
Αντωνιάδης, Λάμπρος — (αρχές 19ου αι.). Λόγιος που έζησε στις παραδουνάβιες ηγεμονίες. Το 1818 μετέφρασε από τα γαλλικά την Επίτομη χρονολογική της Γενικής Ιστορίας … Dictionary of Greek