-
1 έκφορος
-
2 ἔκφορος
-
3 εκφορος
21) рождающий, плодовитый(γυναῖκες Arst.)
2) выносящий, убирающийτῶν δυσσεβούντων ἔ. Aesch. — изгоняющий нечестивых
3) могущий быть вынесенным (из помещения)(ἄρτος καὴ κρέας Arph.)
4) подлежащий огласкеεἰ δ΄ ἔ. σοι συμφορὰ πρός τινα Eur. — если ты не таишь свое горе перед кем-л.;
οὐδεὴς ἔ. λόγος Plat. — между нами будь сказано5) переступающий пределы, уклоняющийся в сторону(ἔ. καὴ πλανώμενος Plut.)
-
4 ἔκφορος
ἔκφορ-ος, ον,2 to be made known or divulged,εἰ δ' ἔ. σοι ξυμφορὰ πρὸς ἄρσενας E.Hipp. 295
;οὐδεὶς γὰρ ἔ. λόγος Pl.La. 201a
; cf.ἐκφορά 1.2
.4 ἔκφορα, τά, produce of the earth, Antipho Soph.60.II [voice] Act., carrying out:—in A.Eu. 910 τῶν δυσσεβούντων ἐκφορωτέρα is not, more ready to carry them out to burial (v.ἐκφορά 1
), but rather, more ready to weed them out, as a gardener does noxious plants ( ἀνδρὸς φιτυποίμενος δίκην, in next line).III as Subst., ἔκφοροι, οἱ, reefing-ropes,= τέρθριοι, Sch.Ar.Eq. 438, Phot. s.v. ἡνιόχους.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἔκφορος
-
5 ἔκφορος
ἔκ-φορος, (1) herauszutragen. (2) bekannt zu machen. (3) durch Leidenschaft fortgerissen; sich verirrend. (4) heraustragend; τῶν δυςσεβούντων ἐκφορωτέρα πέλοις, mögest die Gottlosen bald als Leichen fortschaffen; bekannt machend. (5) οἱ ἔκφοροι, Segeltaue -
6 έκφορον
-
7 ἔκφορον
-
8 εκφορωτέρα
ἐκφορωτέρᾱ, ἔκφοροςexportable: fem nom /voc /acc comp dualἐκφορωτέρᾱ, ἔκφοροςexportable: fem nom /voc comp sg (attic doric aeolic) -
9 ἐκφορωτέρα
ἐκφορωτέρᾱ, ἔκφοροςexportable: fem nom /voc /acc comp dualἐκφορωτέρᾱ, ἔκφοροςexportable: fem nom /voc comp sg (attic doric aeolic) -
10 ἔκ-φορος
ἔκ-φορος, 1) herauszutragen, Ar. Plut. 1138. – 2) bekannt zu machen, λόγος Plat. Lach. 201 a; εἰ δ' ἔκφορός σοι συμφορὰ πρὸς ἄρσενας, λέγε Eur. Hipp. 295. – 3) durch Leidenschaft fortgerissen, Sp.; sich verirrend, καὶ πλανώμενος Plut. def. or. 25. – 4) act., heraustragend; τῶν δυςσεβούντων ἐκφορωτέρα πέλοις Aesch. Eum. 870, mögest die Gottlosen bald als Leichen fortschaffen, Wellauer vermuthet ἔκφϑορος; bekannt machend, Ar. Th. 472, wenn nicht ἐκφορά zu lesen. – 5) οἱ ἔκφοροι, Segeltaue, Schol. Ar. Equ. 438.
-
11 ευεκφορος
-
12 έκφορα
-
13 ἔκφορα
-
14 έκφοροι
-
15 ἔκφοροι
-
16 εκφόρου
-
17 ἐκφόρου
-
18 εκφόρους
-
19 ἐκφόρους
-
20 εκφόρων
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ἔκφορος — exportable masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έκφορος — η, ο (AM ἔκφορος, ον) (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οι έκφοροι ναυτ. τα σχοινιά τής κατώτερης σειράς που χρησιμεύουν για τη συστολή ή διαστολή τών ιστίων, κοιν. μαντιζέλο μσν. ο γνωστός σε όλους αρχ. 1. αυτός τον οποίο μπορεί κανείς να φέρει έξω,… … Dictionary of Greek
ἔκφορον — ἔκφορος exportable masc/fem acc sg ἔκφορος exportable neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκφόρου — ἔκφορος exportable masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκφόρους — ἔκφορος exportable masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκφόρων — ἔκφορος exportable masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔκφορα — ἔκφορος exportable neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔκφοροι — ἔκφορος exportable masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρέκφορος — ό ναυτ. ο δεύτερος έκφορος τών δολώνων, το φάλτσο μαντιζέλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + έκφορος «σχοινί που χρησιμοποιείται για τη συστολή και διαστολή τών ιστίων». Η λ. μαρτυρείται από το 1858 στο Ονοματολόγιον Ναυτικόν] … Dictionary of Greek
ἐκφορωτέρα — ἐκφορωτέρᾱ , ἔκφορος exportable fem nom/voc/acc comp dual ἐκφορωτέρᾱ , ἔκφορος exportable fem nom/voc comp sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαντιζέλο — το ναυτ. 1. σύσπαστο με το οποίο ανυψώνονται τα ιστία, ώστε να υποβοηθείται η σειροδέτησή τους, ο έκφορος 2. φρ. «κόντρα μαντιζέλο» ο παρέκφορος … Dictionary of Greek