-
1 ἐπιξεναγός
ἐπιξενᾱγ-ός, ὁ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπιξεναγός
-
2 επιξεναγοί
-
3 ἐπιξεναγοί
-
4 επιξεναγούς
-
5 ἐπιξεναγούς
-
6 σύστρεμμα
A anything twisted up together: hence,1 globe, ball,ἐξ ἐρίου Sor.2.87
; ἐρίου ibid., Orib.Syn.9.55.1;ἐκ σχοινίου Hsch.
s.v. σπεῖον; συστρέμματα round drops of water, Arist.Mu. 394a32.2 body of men, crowd, concourse, Plb.1.45.10, 35.4.14; band, company, Id.4.58.4, LXX 2 Ki.4.2, al.; esp. corps of 1024 lightarmed (= 2 ξεναγίαι), Ascl.Tact.6.3, Ael.Tact.16.3, Arr.Tact.14.5; of ἔφηβοι, IG22.2047 ([etym.] συνστ-), al.: whence [full] συστρεμμᾰτάρχης, ου, ὁ, title of 4 ἔκτακτοι attached to an ἐπίταγμα τῶν ψιλῶν (cf. ἐπιξεναγός), Ascl.Tact.6.3, Arr.Tact.14.6, Ael.Tact.16.4, IG22.3749; and [suff] συστρᾰτηγ-αρχέω, IG22.2127 ([etym.] συνστ-), 2197, al.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σύστρεμμα
См. также в других словарях:
επιξεναγός — ἐπιξεναγός, ὁ (Α) ο αρχηγός τής επιξεναγίας … Dictionary of Greek
ἐπιξεναγοί — ἐπιξεναγός officer attached to an masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιξεναγούς — ἐπιξεναγός officer attached to an masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)