Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

σύστρεμμα

См. также в других словарях:

  • σύστρεμμα — anything twisted up together neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σύστρεμμα — το, ΝΜΑ [συστρέφω] 1. καθετί το συνεστραμμένο 2. (κατ επέκτ.) κουβάρι, τυλιχτάρι μσν. μτφ. συνωμοτικό σχέδιο («πονηρὸν τεκτηνάμενος σύστρεμμα», Νικ. Χων.) αρχ. 1. πλήθος ανθρώπων, όχλος 2. συντεταγμένη ομάδα, λόχος («καὶ οἰ δύο ἄνδρες ἡγούμενοι… …   Dictionary of Greek

  • σύστρεμμα — το το τύλιγμα ενός αντικειμένου γύρω από τον εαυτό του, το «κουβάρι» …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ξύστρεμμα — σύστρεμμα , σύστρεμμα anything twisted up together neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σύστρεμμ' — σύστρεμμα , σύστρεμμα anything twisted up together neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συστρεμμάτων — σύστρεμμα anything twisted up together neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συστρέμματα — σύστρεμμα anything twisted up together neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συστρέμματος — σύστρεμμα anything twisted up together neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συστρεμμάτιον — τὸ, Α [σύστρεμμα, έμματος] 1. υποκορ. τού σύστρεμμα* 2. (κατά τον Πολυδ.) «ἐφαπτὶς συστρεμμάτιον τι πορφυροῡν ἤ φοινικοῡν ὅ περὶ τὴν χεῑρα εἶχον οἱ πολεμοῡντες ἤ θηρεύοντες» …   Dictionary of Greek

  • κότσος — ο 1. είδος γυναικείου χτενίσματος κατά το οποίο μαζεύονται τα μαλλιά στο πίσω μέρος τού κεφαλιού, το σφαιροειδές σύστρεμμα τών μαλλιών στην κορυφή ή στο πίσω μέρος τού κεφαλιού 2. το άκρο τής αξίνας με το οποίο γίνεται το βωλοκόπι τού χωραφιού.… …   Dictionary of Greek

  • συστροφή — η, ΝΜΑ [συστρέφω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού συστρέφω, περιδίνηση, σύστρεψη νεοελλ. 1. ιατρ. περιστροφή τού στομάχου γύρω από τον επιμήκη του άξονα, ή τού σιγμοειδούς γύρω από τον αγγειακό του μίσχο, που οδηγεί σε απόφραξη τού οργάνου και… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»