-
1 συστρεμμα
-
2 σύστρεμμα
σύστρεμμαanything twisted up together: neut nom /voc /acc sg -
3 σύστρεμμα
A anything twisted up together: hence,1 globe, ball,ἐξ ἐρίου Sor.2.87
; ἐρίου ibid., Orib.Syn.9.55.1;ἐκ σχοινίου Hsch.
s.v. σπεῖον; συστρέμματα round drops of water, Arist.Mu. 394a32.2 body of men, crowd, concourse, Plb.1.45.10, 35.4.14; band, company, Id.4.58.4, LXX 2 Ki.4.2, al.; esp. corps of 1024 lightarmed (= 2 ξεναγίαι), Ascl.Tact.6.3, Ael.Tact.16.3, Arr.Tact.14.5; of ἔφηβοι, IG22.2047 ([etym.] συνστ-), al.: whence [full] συστρεμμᾰτάρχης, ου, ὁ, title of 4 ἔκτακτοι attached to an ἐπίταγμα τῶν ψιλῶν (cf. ἐπιξεναγός), Ascl.Tact.6.3, Arr.Tact.14.6, Ael.Tact.16.4, IG22.3749; and [suff] συστρᾰτηγ-αρχέω, IG22.2127 ([etym.] συνστ-), 2197, al.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σύστρεμμα
-
4 σύστρεμμα
το моток -
5 σύστρεμμα
-ατος τό N 3 1-5-0-1-0=7 Nm 32,14; 2 Sm 4,2; 15,12; 1 Kgs 11,14(24); 2 Kgs 14,19body of men, crowd Nm 32,14; band, company 2 Sm 4,2; conspiracy 2 Kgs 14,19Cf. DORIVAL 1994, 100; HARLÉ; 1999 219 -
6 σύστρεμμα
σύ-στρεμμα, τό, (1) das Zusammengedrehte, -gewundene, die Rundung, z. B. eines Tropfens; (2) Versammlung, Rotte, Haufe; (3) bei den Ärzten: Geschwulst; (4) alles künstlich Gedrehte, dah. übertr. List, Ränke, Nachstellung -
7 ξύστρεμμα
σύστρεμμα, σύστρεμμαanything twisted up together: neut nom /voc /acc sg -
8 σύστρεμμ'
σύστρεμμα, σύστρεμμαanything twisted up together: neut nom /voc /acc sg -
9 συστρεμμάτων
σύστρεμμαanything twisted up together: neut gen pl -
10 συστρέμματα
σύστρεμμαanything twisted up together: neut nom /voc /acc pl -
11 συστρέμματος
σύστρεμμαanything twisted up together: neut gen sg -
12 συ-στρεμμάτιον
συ-στρεμμάτιον, τό, dim. von σύστρεμμα; σ. ὑδάτων, Strudel, Arist. Hirab. 29. – Bei Poll. 4, 116 Erkl. von ἐφαπτίς.
-
13 жгут
жгутм τό σύστρεμμα. -
14 ξυστρέμματα
συστρέμματα, σύστρεμμαanything twisted up together: neut nom /voc /acc pl -
15 жгут
[ζγκούτ] ουσ. α. σύστρεμμα -
16 жгут
[ζγκούτ] ουσ α σύστρεμμα -
17 жгут
-а α.1. σύστρεμμα, πλέγμα, στρετιτό.2. πλθ. -ы, -ов κορδόνια, σειρίτια. -
18 жгутик
-а α.1. μικρό σύστρεμμα.2. (ζωολ.) μαστιγοφόρο, μαστιγωτιό. -
19 перевясло
-а ουδ.σύστρεμμα φυτικό για δέσιμο δεματιών. -
20 спираль
- 1
- 2
См. также в других словарях:
σύστρεμμα — anything twisted up together neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σύστρεμμα — το, ΝΜΑ [συστρέφω] 1. καθετί το συνεστραμμένο 2. (κατ επέκτ.) κουβάρι, τυλιχτάρι μσν. μτφ. συνωμοτικό σχέδιο («πονηρὸν τεκτηνάμενος σύστρεμμα», Νικ. Χων.) αρχ. 1. πλήθος ανθρώπων, όχλος 2. συντεταγμένη ομάδα, λόχος («καὶ οἰ δύο ἄνδρες ἡγούμενοι… … Dictionary of Greek
σύστρεμμα — το το τύλιγμα ενός αντικειμένου γύρω από τον εαυτό του, το «κουβάρι» … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ξύστρεμμα — σύστρεμμα , σύστρεμμα anything twisted up together neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σύστρεμμ' — σύστρεμμα , σύστρεμμα anything twisted up together neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συστρεμμάτων — σύστρεμμα anything twisted up together neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συστρέμματα — σύστρεμμα anything twisted up together neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συστρέμματος — σύστρεμμα anything twisted up together neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συστρεμμάτιον — τὸ, Α [σύστρεμμα, έμματος] 1. υποκορ. τού σύστρεμμα* 2. (κατά τον Πολυδ.) «ἐφαπτὶς συστρεμμάτιον τι πορφυροῡν ἤ φοινικοῡν ὅ περὶ τὴν χεῑρα εἶχον οἱ πολεμοῡντες ἤ θηρεύοντες» … Dictionary of Greek
κότσος — ο 1. είδος γυναικείου χτενίσματος κατά το οποίο μαζεύονται τα μαλλιά στο πίσω μέρος τού κεφαλιού, το σφαιροειδές σύστρεμμα τών μαλλιών στην κορυφή ή στο πίσω μέρος τού κεφαλιού 2. το άκρο τής αξίνας με το οποίο γίνεται το βωλοκόπι τού χωραφιού.… … Dictionary of Greek
συστροφή — η, ΝΜΑ [συστρέφω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού συστρέφω, περιδίνηση, σύστρεψη νεοελλ. 1. ιατρ. περιστροφή τού στομάχου γύρω από τον επιμήκη του άξονα, ή τού σιγμοειδούς γύρω από τον αγγειακό του μίσχο, που οδηγεί σε απόφραξη τού οργάνου και… … Dictionary of Greek