Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ἔκλευκος

См. также в других словарях:

  • έκλευκος — η, ο (AM ἔκλευκος, ον) κατάλευκος …   Dictionary of Greek

  • εκ — και (πριν από φωνήεν) εξ και (σε σύνθεση) ξε (AM ἐκ, ἐξ) πρόθεση που συντάσσεται με γενική και ισοδυναμεί με την από + αιτιατική ο πλήρης τύπος τής πρόθεσης είναι εκ(ς), το ς μεταξύ δύο φωνηέντων αποβάλλεται σε σύνθεση και πριν από τα γράμματα β …   Dictionary of Greek

  • λευκός — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 160 μ., 28 κάτ.) της Καρπάθου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Καρπάθου του νομού Δωδεκανήσου. * * * ή, ό (AM λευκός, ή, όν) 1. αυτός που έχει το χρώμα τού χιονιού ή τού γάλακτος, άσπρος (α. «ήλθε ντυμένη με λευκά ρούχα»… …   Dictionary of Greek

  • ξάνθη — Ημιορεινός οικισμός (31 κάτ., υψόμ 180), στην επαρχία Ικαρίας του νομού Σάμου Υπάγεται διοικητικά στην κοινότητα Ευδήλου. * * * ξάνθη, ἡ (Α) είδος λίθου («ἄλλη δὲ καλουμένη ξάνθη, οὐ ξανθὴ μὲν τὴν χρόαν, ἔκλευκος δὲ μᾱλλον, ὅ καλοῡσι χρῶμα οἱ… …   Dictionary of Greek

  • πόθος — I Προσωποποίηση του πόθου στην αρχαία ελληνική και ρωμαϊκή θρησκεία. Ήταν γιος του Ζέφυρου και της Ίριδας ή του Έρωτα και της Αφροδίτης. Εικονιζόταν με τη μορφή αμούστακου νέου. Στο Αρχαιολογικό Μουσείο του Βερολίνου υπάρχει υδρία που βρέθηκε στο …   Dictionary of Greek

  • ՍՊԻՏԱԿ — (ի, աց.) NBH 2 0738 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 6c, 13c ա. λευκός albus. եբր. լապան. ἕκλευκος dealbatus λάμπων nitens. վր. սպէտակի. պ. իսփիտ, իսֆիյտ, սիֆիյտ, սիփիտ, սիբիտաղ. եւ ըստ Հին բռ. *Սպիտ, սպիտակʼʼ: Գոյն լուսաւոր …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»