-
1 ἐγκλίνω
Aἐγκέκλῐκα Plu.Sull.1
: [tense] pf. [voice] Pass. ἐγκέκλῐμαι (v. infr.):— bend in or inwards,τὴν κνήμην Arist.Mech. 857b36
; bend,τινά A.R.1.62
(v.l. ἀγκλῖναι):—[voice] Pass.,σκέλη ἐγκεκλιμένα μικρόν X.Cyn.5.30
; τὰ ἐγκλιθέντα v.l. for ἐκκλ- in Hp.Art.38.2 cause to incline,τι εἰς δεξιά Pl.R. 436e
;τὰ πράγματά τισι Arist.Oec. 1348b3
:—[voice] Med., ἐ. εἰς τὰ δεξιά lean to the right, Id.Phgn. 813a17.3 [voice] Pass., lean on, X.Smp.3.13: metaph., πόνος ὔμμι ἐγκέκλιται labour lies upon you, Il.6.78.5 [voice] Pass., give way,ὑπείκει καὶ θέλων ἐγκλίνεται Id.Fr.431.5
.6 Gramm., pronounce as an enclitic, A.D.Synt. 120.10; pronounce with the grave accent, Trypho ap.eund.Conj.255.16:—[voice] Pass., A.D.Pron.35.26.b ἐγκλινόμενα, τά, inflected forms, opp. ὀρθά, D.H.Comp.5, cf. A.D.Synt.30.11 (s.v.l.).7 ἐ. φωνήν lower the voice, Luc.Philops.6.II intr., incline towards, [ἡ καρδία] μικρὸν ἐ. εἰς τὸν ἀριστερὸν μαστόν Arist.HA 496a16
, cf. PPetr.2p.126 (iii B. C.); [ἡ πολιτεία] ἐγκλίνειν βούλεται πρὸς τὴν ὀλιγαρχίαν Arist. Pol. 1266a7
, cf. 1307a21.2 abs., give way, flee, X.HG7.2.14, Cyr. 3.3.65, Plb.1.57.8, Plu.Fab.12, etc.; also ἐ. τινί give way to him, D.H.5.54: c. acc., give way to, Plb.14.8.8.3 decline, become worse, Plu.Sull.1, etc.4 in Tactics, wheel,ἐπὶ δόρυ ἢ ἐπὶ ἀσπίδα Arr.Tact.21.3
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐγκλίνω
-
2 ἔγκλητος
ἔγ-κλητος, ον,2 written for ἔκκλ-, Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἔγκλητος
См. также в других словарях:
σύνοδος — Με τον όρο αυτό χαρακτηρίζεται στην εκκλησιαστική γλώσσα μία τακτική ή έκτακτη συνέλευση των εκκλησιαστικών ηγετών για την εξέταση δογματικών ή εκκλησιαστικών ζητημάτων. Ο θεσμός της Σ. οφείλεται κυρίως στην εμφάνιση των πρώτων αιρέσεων στη… … Dictionary of Greek
φως — Ημερήσια ελληνική εφημερίδα του Καΐρου, που ιδρύθηκε το 1903 και εκδίδεται μέχρι σήμερα. Ιδρυτής και πρώτος διευθυντής ο Στ. Ευσταθιάδης. Με τον ίδιο τίτλο κυκλοφόρησε εβδομαδιαία εφημερίδα στο Αγρίνιο (1927 35) με ιδρυτή τον Μ. Τζάνη. * * * ωτός … Dictionary of Greek
πλήρωμα — το, ΝΜΑ, και πλέρωμα Ν [πληρώ / πληρώνω] 1. ναυτ. το σύνολο τών υπηρετούντων ή εργαζομένων σε ένα πολεμικό ή εμπορικό πλοίο αξιωματικών και κατωτέρων, εκτός από τον κυβερνήτη ή τον πλοίαρχο, κν., σημέρα, τσούρμο 2. φρ. «το πλήρωμα τού χρόνου»… … Dictionary of Greek
φωτίζω — ΝΑ, και φωτάω Ν [φῶς, φωτός] 1. παρέχω φως (α. «η λάμπα φωτίζει το δωμάτιο» β. «ὁ ἥλιος φωτίζει τὸν κόσμον», Διόδ.) 2. μτφ. παρέχω εξηγήσεις, διευκρινίσεις, διαφωτίζω (α. «η ανάκριση φώτισε το έγκλημα» β. «οι Βυζαντινοί σχολιαστές φώτισαν αρκετά… … Dictionary of Greek
ύδωρ — το / ὕδωρ, ατος, ΝΜΑ, και ὕδρω, και βοιωτ. τ. οὕδωρ και μτγν. ὕδος, Α (στην νεοελλ. λόγιος τ.) το νερό 2. φρ. α) «γην και ύδωρ» βλ. γη β) «ύδατος και γης απαγόρευσις» (στην αρχ. Ρώμη) μορφή εκούσιας εξορίας ενός εγκληματία στον οποίο απαγορευόταν … Dictionary of Greek
Χριστός — I (από το χρίω, μετάφραση του εβραϊκού μασιά = ο κεχρισμένος, ο μεσσίας). Τίτλος που δίνεται στον Ιησού. Με τον Απόστολο Παύλο ο όρος πήρε διπλή σημασία: χωρίς άρθρο έγινε δεύτερο κύριο όνομα, Ιησούς Χριστός, και αναφέρεται στην προσωπικότητά του … Dictionary of Greek
κανόνας — (Μαθημ.). Γεωμετρικό όργανο, με το οποίο χαράσσονται ευθύγραμμα τμήματα και παράλληλες μεταξύ τους ευθείες (επειδή ο κ. καταλήγει σε παράλληλα ευθύγραμμα τμήματα). Ο κ., μαζί με τον διαβήτη, είναι τα δύο γεωμετρικά όργανα που οι αρχαίοι Έλληνες… … Dictionary of Greek
μοναστηριακός — ή, ο (Μ μοναστηριακός, ή, όν) [μοναστήρι] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε μοναστήρι ή σε μοναστήρια 2. μοναστηρήσιος 3. φρ. α) «μοναστηριακό συμβούλιο» εκκλ. το συλλογικό σώμα διοίκησης και διαχείρισης τής περιουσίας τής μονής, το οποίο… … Dictionary of Greek
ομολογώ — και μολογώ και μολογάω (ΑΜ ὁμολογῶ, έω) [ομόλογος] 1. αναγνωρίζω ρητώς κάτι που έκανα ή είπα, παραδέχομαι, αποδέχομαι («τα επιχειρήματα τόν έκαναν να ομολογήσει την ενοχή του») 2. (συν. ως τριτοπρόσ.) ομολογείται θεωρείται γενικά παραδεκτό,… … Dictionary of Greek
παρακλητικός — ή, ό / παρακλητικός, ή, όν, Ν ΜΑ [παρακαλώ] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην παράκληση, ικετευτικός νεοελλ. μσν. 1. το θηλ. ως ουσ. η Παρακλητική εκκλ. λειτουργικό βιβλίο τής Ορθόδοξης Ανατολικής Εκκλησίας το οποίο περιέχει κανόνες και τροπάρια … Dictionary of Greek
προσφορά — Στην οικονομική γλώσσα σημαίνει μία ποσότητα αγαθών ή υπηρεσιών που βρίσκεται διαθέσιμη στην αγορά σε μια δεδομένη στιγμή και σε μια καθορισμένη τιμή. Ο σχετικός καθορισμός της τιμής είναι απαραίτητος, γιατί η π. οποιουδήποτε αγαθού τείνει… … Dictionary of Greek