-
1 έκδημος
-
2 ἔκδημος
-
3 εκδημος
21) находящийся вне (своей) страны, уехавший за границуὅταν ἔ. ᾖ Xen. — пока он в отъезде;
ἔ. ὢν τῆσδε τυγχάνει χθονός Eur. — он уехал из этой страны;ἔ. φυγή Eur. — изгнание из родной страны2) иноземный(ἔξοδος Thuc.)
3) ведущийся за рубежом(πόλεμοι Plut.)
-
4 ἔκδημος
ἔκδημος, ον,A away from home, abroad, X.Cyr.8.5.26: c. gen.,ἔ. τῆσδε χθονός E.Hipp. 281
; ἔ. στρατεῖαι expeditions abroad, Th.1.15; ἔ. ἔξοδος, φυγή, Id.2.10, E.Hipp.37; ἔ. ἔρως ib.32.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἔκδημος
-
5 ἔκδημος
-
6 έκδημον
-
7 ἔκδημον
-
8 ἐκ-δημέω
-
9 εκδηλος
21) блестящий, светлый(χαλκὸς διὰ τὸ καθαρὸν ἔ. γίνεται Arst.)
2) видный, заметный, выдающийся(μετὰ πᾶσιν Hom.)
3) явный, открытый, известный(ἔρως Eur. - v. l. ἔκδημος)
ἔκδηλον ποιεῖν τι Dem., Polyb.; — делать общеизвестным что-л., давать огласку чему-л. -
10 συνεκδημος
ὅ и ἥ сопутствующий в (заграничной) поездке, спутник, попутчик Plut.χειροτονηθεὴς σ. τινος NT. — избранный в чьи-л. спутники
-
11 έκδημα
-
12 ἔκδημα
-
13 έκδημοι
-
14 ἔκδημοι
-
15 εκδήμοις
-
16 ἐκδήμοις
-
17 εκδήμου
-
18 ἐκδήμου
-
19 εκδήμους
-
20 ἐκδήμους
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ἔκδημος — away from home masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έκδημος — η, ο (AM ἔκδημος, ον) αυτός που βρίσκεται έξω από τον δήμο, τη χώρα, απόδημος μσν. αυτός που βρίσκεται σε έκσταση, ο εκτός εαυτού αρχ. (για ενέργεια ή κατάσταση) αυτός που γίνεται σε ξένη χώρα ή εναντίον ξένης χώρας … Dictionary of Greek
ἔκδημον — ἔκδημος away from home masc/fem acc sg ἔκδημος away from home neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκδήμοις — ἔκδημος away from home masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκδήμου — ἔκδημος away from home masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκδήμους — ἔκδημος away from home masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκδήμων — ἔκδημος away from home masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκδήμῳ — ἔκδημος away from home masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔκδημα — ἔκδημος away from home neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔκδημοι — ἔκδημος away from home masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ЭКДЕМ — • Ecdēmus, Έκδημος, и его друг Демофан, два знатных гражданина из Мегалополя, которые, будучи учениками академика Аркесилая, старались применить философию к практической жизни и к государству. Из Мегаполя они изгнали тирана… … Реальный словарь классических древностей