-
1 εκδήμοις
-
2 ἐκδήμοις
-
3 συνεξαμείβω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συνεξαμείβω
См. также в других словарях:
ἐκδήμοις — ἔκδημος away from home masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)