-
1 συνεκδημος
ὅ и ἥ сопутствующий в (заграничной) поездке, спутник, попутчик Plut.χειροτονηθεὴς σ. τινος NT. — избранный в чьи-л. спутники
-
2 συνέκδημος
συνέκδημοςfellow-traveller: masc nom sg -
3 Συνέκδημος
Συνέκδημος οмолитвослов, содержащий молитвы и псалмы в основном для келейной, частной молитвы. Больше по размеру, чем СинопсисЭтим.дргр., первоначальное значение слова «спутник, попутчик»Η εκκλησία λεξικό (Церковный словарь Назаренко) > Συνέκδημος
-
4 συνέκδημος
συνέκδημος, ου, ὁ (ἔκδημος ‘abroad’; Diod S; Plut., Otho 1069 [5, 2], Mor. 100f; Palaeph., 45 p. 67, 7; Jos., Vi. 79; SIG 1052, 9; OGI 494, 13f; cp. Lat. comes) traveling companion, w. focus on official assignment Ac 19:29; 2 Cor 8:19.—DELG s.v. δῆμος. M-M. -
5 συνέκδημος
{сущ., 2}спутник, попутчик, сопутствующий в путешествии.Ссылки: Деян. 19:29; 2Кор. 8:19.*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > συνέκδημος
-
6 συνέκδημος
{сущ., 2}спутник, попутчик, сопутствующий в путешествии.Ссылки: Деян. 19:29; 2Кор. 8:19.*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > συνέκδημος
-
7 συνέκδημος
1) ο церк, псалтырь;2) ο, η уст. попутчи|к, -ца; спутни|к, -ца -
8 συνέκδημος
спутник, попутчик, сопутствующий в путешествии.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > συνέκδημος
-
9 συνέκδημος
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > συνέκδημος
-
10 συνέκδημος
συνέκδημ-ος, ὁ,A fellow-traveller, Act.Ap.19.29, J.Vit. 14, Plu.Oth.5, Palaeph.45; = Lat. comes, (Milet., ii A.D.): [dialect] Dor. nom. pl. [full] συνέγδᾱμοι, of private persons accompanying a public mission, IG12(8).186.9 (Samothrace, i B.C.).2 σ. συντάγματα portable handbooks, vade-mecums, Paul.Aeg.Prooem.;σ. κολλούριον Aët.7.103
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συνέκδημος
-
11 συνέκδημος
-
12 συνεκδήμοις
συνέκδημοςfellow-traveller: masc dat pl -
13 συνεκδήμου
συνέκδημοςfellow-traveller: masc gen sg -
14 συνεκδήμους
συνέκδημοςfellow-traveller: masc acc pl -
15 συνεκδήμων
συνέκδημοςfellow-traveller: masc gen pl -
16 συνέκδημε
συνέκδημοςfellow-traveller: masc voc sg -
17 συνέκδημοι
συνέκδημοςfellow-traveller: masc nom /voc pl -
18 συνέκδημον
συνέκδημοςfellow-traveller: masc acc sg -
19 4898
{сущ., 2}спутник, попутчик, сопутствующий в путешествии.Ссылки: Деян. 19:29; 2Кор. 8:19.*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > 4898
См. также в других словарях:
συνέκδημος — fellow traveller masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνέκδημος — ο, / συνέκδημος, ον, ΝΜΑ, και δωρ. τ. πληθ. συνέγδαμοι, οἱ, Α (το αρσ. ως κύριο όν.) Συνέκδημος σπουδαίο έργο πολιτικής και διοικητικής γεωγραφίας τής πρώιμης βυζαντινής περιόδου το οποίο υπήρξε βασική πηγή για όλα τα μεταγενέστερα σχετικά έργα… … Dictionary of Greek
συνεκδήμοις — συνέκδημος fellow traveller masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνεκδήμου — συνέκδημος fellow traveller masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνεκδήμους — συνέκδημος fellow traveller masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνεκδήμων — συνέκδημος fellow traveller masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνέκδημε — συνέκδημος fellow traveller masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνέκδημοι — συνέκδημος fellow traveller masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνέκδημον — συνέκδημος fellow traveller masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ελλάδα - Επιστήμες — ΑΡΧΑΙΑ ΕΠΙΣΤΗΜΗ ΚΑΙ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑ Η επιστήμη και η τεχνολογία καθορίζουν σήμερα, περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη στιγμή στην ιστορία, την καθημερινή ζωή. Η ίδια όμως η έννοια της επιστήμης, όπως τη χρησιμοποιούμε στις μέρες μας, οφείλει την ύπαρξή… … Dictionary of Greek
Hierokles (Synekdemos) — Hiéroklès (Synekdèmos) Pour les articles homonymes, voir Hiéroklès. Hiéroklès (en grec ancien Ἱεροκλῆς) est un grammairien byzantin, l auteur présumé du Synekdèmos (en grec Συνέκδημος), un catalogue politique et géographique rédigé avant 535. On… … Wikipédia en Français