Перевод: со всех языков на немецкий

с немецкого на все языки

ἔγχεος

См. также в других словарях:

  • ἔγχεος — ἔγχος spear neut gen sg (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επιτρέχω — (AM ἐπιτρέχω) [τρέχω] 1. τρέχω σε μια διεύθυνση, σπεύδω, ορμώ, επιπίπτω εναντίον κάποιου («ὁ δ’ ἐπέδραμεν», Ομ. Ιλ.) 2. απλώνομαι, εκτείνομαι («ἐπιδέδρομεν νυκτὶ φέγγος», Απολλ. Ρόδ.) 3. εισβάλλω σε μια χώρα («τοῡτο δὲ Μαιάνδρου πεδίον πᾱν… …   Dictionary of Greek

  • πρηνής — ές, ΝΜΑ, και πρανής, Α (κυρίως για πρόσ. και σχετικά με στάση σώματος) αυτός που βρίσκεται με το πρόσωπο προς το έδαφος, προς τα κάτω, ο ξαπλωμένος ή πεσμένος μπρούμυτα (α. «οι στρατιώτες πυροβολούν πρηνείς» β. «πρηνὴς δ ἐν κονίησι χαμαὶ πέσεν… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»