-
1 εγγιστα
-
2 έγγιστα
-
3 ἔγγιστα
-
4 ἔγγιστα
ἔγγιστα superl. of the adv. ἐγγύς, q.v., beg., 1a, 2b, 3.—DELG s.v. ἐγγύς. M-M. -
5 έγγιστα
επίρρ.:ως έγγιστα — около, приблизительно, почти
-
6 ἐγγίων
A nearer, nearest,οὐδὲν ἡμῖν ἐστὶν ἔγγιον ἡμῶν αὐτῶν Procl. in Alc.p.6C.
;ἔτη δέκα τὰ ἔγγιστα IG7.2225.24
([place name] Thisbe): neut. ἔγγιον, ἔγγιστα, as Adv., Hp.Vict.1.35 (also - υτότατα ibid.), 2.44, etc.;ἐξ ἐγγίονος App.BC4.108
; τοὺς ἔγγιστα τῆς Ἀττικῆς τόπους Decr. ap. D.18.165; οἱ ἔγγιστα the next of kin, Antipho 4.4.1; ἔγγιστα approximately, of numbers, Autol.1.6, Vett.Val.153.21, etc.; αἱ ἔγγιστα τᾶς τοῦ ἀμβλυγώνου κώνου τομᾶς asymptotes of the hyperbola, Archim. Con.Sph.Praef.; of Time, next, forthcoming,ἡ ἔγγιστα ἀρίθμησις POxy.1258.7
(i A.D.). -
7 ἐγγύς
ἐγγύς adv. freq. funct. as prep.(Hom.+) comp. ἐγγύτερον (X. et al.; Jos., Ant. 19, 217 [cp. C. Ap. 2, 224 ἐγγίω]); superl. ἔγγιστα (Antiphon, Hippocr. et al.; ins [BCH 18, 1894, p. 324 no. 2, 26; OGI index]; BGU 69, 8; 759, 9; LXX; TestAbr A 2, p. 78, 14 [Stone p. 4], B 13 p. 117, 24 [Stone p. 82]; TestJob 2:2; Joseph. [always; e.g., Bell. 1, 289, Ant. 4, 254]).① pert. to being in close proximity spatially, near, close toⓐ abs. ἐ. εἶναι be close by J 19:42; IRo 10:2; Hs 9, 6, 6; αἱ ἐγγὺς κῶμαι the neighboring villages Mk 1:38 D (Appian, Iber. 42 §174 οἱ ἐγγὺς βάρβαροι; likew. Appian, Syr. 42 §220). αἱ ἔγγιστα ἐκκλησίαι the closest assemblies IPhld 10:2; cp. Mk 6:36 D οἱ ἔγγιστα ἀγροί (Dionys. Hal. 1, 22, 1 ἡ ἔγγιστα νῆσος; Ps.-Callisth. 2, 11, 6).ⓑ w. gen. (Hom. et al.; also Joseph. as a rule [Schmidt 379f]; TestDan 6:11; TestJob 2:2) ἐ. τοῦ Σαλίμ J 3:23; ἐ. Ἰερουσαλήμ Lk 19:11; J 11:18; Ac 1:12; ἐ. τῆς πόλεως J 19:20; ἐ. τοῦ τόπου 6:23; ἐ. τῆς ἐρήμου 11:54; ἐ. ὑδάτων Hv 3, 2, 9; 3, 7, 3. W. gen. of pers. Hs 8, 6, 5; 9, 6, 2; ApcPt 20:34.ⓒ w. dat. (Il. 22, 453; X., Cyr. 2, 3, 2; al. in later writers as Polyb. 21, 28, 8; Dionys. Hal. 6, 52. Cp. Kühner-G. I 408; JObrecht, D. echte u. soziative Dativ bei Pausanias, Zürich diss. 1919, 14; Ps 33:19; 144:18; Jos., Ant. 1, 335; 7, 218) Ac 9:38; 27:8.ⓓ ἐ. γίνεσθαι come near (opp. μακρὰν εἶναι) Eph 2:13. W. gen. (Vett. Val. 196, 28f) 2 Cl 7:3; 18:2; ἐ. τοῦ πλοίου γίνεσθαι J 6:19; ἐ. τινος ἔρχεσθαι (Theophanes, Chron. 389, 12f de Boor ἐγγύς σου ἐλθεῖν=come to you; BGU 814, 30f [III A.D.]) Hv 4, 1, 9 (Unknown Sayings 85f quotes Ox 1224, Fgm. 2 recto I, 5 [ἐγγὺς ὑμῶν γ]ενήσεται).② pert. to being close in point of time, nearⓐ of the future: καιρός Mt 26:18; Rv 1:3; 22:10. Of summer (Herodas 3, 45 ὁ χειμὼν [winter] ἐγγύς) Mt 24:32; Mk 13:28; Lk 21:30. Of a festival J 2:13; 6:4; 7:2; 11:55. Of God’s reign Lk 21:31. Of the parousia Phil 4:5; 1 Cl 21:3; B 21:3. Of death Hs 8, 9, 4. ἐγγύτερον ἡμῶν ἡ σωτηρία, ἢ … our salvation is nearer than … Ro 13:11. Abs. soon ἐ. τὸ ἔργον τελεσθήσεται will soon be completed Hs 9, 10, 2.ⓑ of the past ἔγγιστα a very short time ago 1 Cl 5:1.③ pert. to being close as experience or event, close, extension of mng 1 (Vi. Aesopi I 6 p. 241, 7 Eberh. ἐγγὺς ἡ γνώμη=his purpose is obvious) ἐ. σου τὸ ῥῆμά ἐστιν the word is close to you, explained by what follows: in your mouth and your heart Ro 10:8 (Dt 30:14); κατάρας ἐ. close to being cursed=under a curse Hb 6:8 (cp. Ael. Aristid. 26, 53 K.=14 p. 343 D.: ἀμήχανον καὶ κατάρας ἐγγύς); ἐ. ἀφανισμοῦ ready to disappear altogether 8:13; οἱ ἐ. (opp. οἱ μακράν as Is 57:19; Esth 9:20; Da 9:7 Theod.; TestNapht 4:5) those who are near Eph 2:17; ἐ. (εἶναι) be near of God Hv 2, 3, 4 (cp. Dio Chrys. 14 [31], 87 τινὲς σφόδρα ἐγγὺς παρεστῶτες τοῖς θεοῖς); πάντα ἐ. αὐτῷ ἐστιν everything is near (God) 1 Cl 27:3; cp. IEph 15:3 (Just., A I, 21, 6); ἐ. μαχαίρας ἐ. θεοῦ close to the sword (martyrdom) is close to God ISm 4:2 (cp. Paroem. Gr. II p. 228, Aesop 7 ὁ ἐγγὺς Διός, ἐγγὺς κεραυνοῦ; Pla., Philebus 16c ἐγγυτέρω θεῶν; X., Mem. 1, 6, 10; Pythag., Ep. 2; Crates, Ep. 11 ἐγγυτάτω θεοῦ; Lucian, Cyn. 12 οἱ ἔγγιστα θεοῖς; Wsd 6:19). Agr 3 s.v. πῦρ c. ἐ. ἐπὶ θύραις at (your) very door Mt 24:33; Mk 13:29.—B. 867. DELG. M-M. TW. -
8 έγγιστ'
ἔγγιστα, ἔγγιστοςnearer: neut nom /voc /acc plἔγγιστε, ἔγγιστοςnearer: masc voc sgἔγγισται, ἔγγιστοςnearer: fem nom /voc plἔγγιστα, ἐγγίωνnearer: neut nom /voc /acc plἔγγιστε, ἐγγίωνnearer: masc voc sgἔγγισται, ἐγγίωνnearer: fem nom /voc pl -
9 ἔγγιστ'
ἔγγιστα, ἔγγιστοςnearer: neut nom /voc /acc plἔγγιστε, ἔγγιστοςnearer: masc voc sgἔγγισται, ἔγγιστοςnearer: fem nom /voc plἔγγιστα, ἐγγίωνnearer: neut nom /voc /acc plἔγγιστε, ἐγγίωνnearer: masc voc sgἔγγισται, ἐγγίωνnearer: fem nom /voc pl -
10 нос
-а α. προθετ. о -е, на -у, πλθ. -ы α.1. μύτη, ρις•длинный нос μακριά μύτη•
нос с горбинкой καμπουρωτή (κυρτή) μύτη•
курнбс-ный нос μύτη πεπλατυσμένη, σιμή, κουτσούμπή•
вздрнутый нос ανασηκωμένη μύτη•
орлиный нос α-έτεια ή γερακοειδής μύτη•
сплюснотый нос α-νάσιμη μύτη•
нос картошкой μύτη σαν πατάτα (σιμή).
2. ράμφος•дятловый нос το ράμφος του δρυοκολάπτη.
3. βλ. носик (2 σημ.).4. βλ. носок5. πλώρη, πρώρα.6. ακρωτήριο, κάβος..εκφρ.из-под -а (носу) у кого – κάτω από τη μύτη κάποιου (έγγιστα)•на -у – στα πρόθυρα, στο κατώφλι (πολύ κοντά)•зима на -у – ο χειμώνας είναι στα πρόθυρα•под -ом – κάτω από τη μύτη, μπροστά στα μάτια•с -а, с -у – (απλ.) από κάθε άτομο•- ом к носу – πρόσωπο με πρόσωπο (έγγιστα)•вешать нос – κρεμώ τα μούτρα, σκυθρωπάζω•драть, задрать (вздрнуть, поднять) нос – σηκώνω ψηλά τη μύτη, ξιπάζομαι, το παίρνω επάνω μου υψηλοφρονώ, περηφανεύομαι•поставить (натянуть) нос кого – απατώ, κοροϊδεύω, πιάνω κορόιδο, παίζω τον παπά• δι-αμηχανεύομαι•повесить нос (на квинту) ; опустить нос – κατεβάζω (σκύβω) το κεφάλι (θλίβομαι)•показывать нос (носы) кому – ερεθίζω κάποιον (βάζοντας το μεγάλο δάχτυλο στη μύτη μου και ανοίγοντας τα υπόλοιπα)•совать – χώνω τη μύτη μου ή τη μούρη μου (επεμβαίνω, ανακατεύομαι)•утереть нос кому – τον ξεπερνώ, του βάζω γυαλιά, τον περνώ σκάλες•уткнуть -; уткнуться -ом – αφοσιώνομαι ολοκληρωτικά ή απορροφούμαι πλήρως•оставить с -ом – μτφ. γδέρνω, γδύνω, ξεγυμνώνω, αφαιρώ όλα• απατώ, πιάνω κορόιδο•остаться с -ом кого – πέφτω σε γκάφα, την παθαίνω•в нос говорить – μιλώ με τη μύτη (ένρινα)•дальше своего -а не видеть – δε βλέπω παραπέρα από τη μύτη μου•не по -у кому – δε γουστάρει σε κάποιον•показывать.- куда – εμφανίζομαι, ξεμυτίζω κάπου•столкнуться (встретить(ся) нос(сом) к -у – συναντώ απρόοπτα, πέφτω επάνω, τρακάρω•перед -ом – μπροστά στη μύτη (εγγύτατα)•зарубите это на -у – χαράξτε το καλά στη μνήμη, δέστε κόμπο στο δάχτυλο (για να μήν ξεχάσετε). -
11 ἐγγύς
ἐγγύς (verwandt mit ἄγχι, falsch von ἐγκυτί abgeletet), adv., nahe; gew. – 1) vom Orte, in der Nähe; a) absolut; στῆ δὲ μάλ' ἐγγὺς ἰών Il. 5, 611; oft ἐγγὺς ἐών, wie Hes. O. 247; ἐγγὺς ὄντες Thuc. 3, 55; Ggstz πόῤῥω Plat. Prot. 356 e, oft. Auch ἐγγὺς χωρεῖ, rückt nahe heran, Aesch. Spt. 59; προςέρχεται τόδ' ἐγγύς Soph. Phil. 788. So auch in Prosa bei Verbis der Bewegung; προςιών Plat. Charm. 154 a; ähnl. οἱ ἱππεῖς ἀεὶ ἐγγύτερον ἐγίγνοντο τοῠ ἄρχοντος Xen. Cyr. 7, 5, 5. – b) gew. mit dem gen.; ἐγγὺς ὁδοῖο, nahe am Wege, Il. 10, 274; ἁλὸς ἐγγὺς ἐοῦσα 15, 619; u. sonst; ἐγγὺς ναῖον πόλιος Hes. Sc. 464; ἐγγὺς ἑστῶτες τάφου Aesch. Pers. 672, u. öfter Tragg. u. in Prosa. Vom Alter, σχεδὸν ἐγγὺς ἤδη τῶν ἐνενήκοντα ἐτῶν, nahe an 90 Jahre, Plat. Tim. 21 b. – c) seltener mit dem dat.; οὐ γάρ οἱ ἵπποι ἐγγὺς ἔσαν Il. 11, 339, wo οἱ freilich enger zu ἔσαν bezogen werden kann; τοῖςδ' ἐγγὸς ὄντας Eur. Heracl. 37; öfter bei Sp., wie Paus. 2, 8, 1. 6, 24, 4. – 2) von der Zeit, nahe bevorstehend; ἐγγὺς δέ τι κακὸν Πριάμοιο τέκεσσιν Il. 22, 453, was aber besser, wie Od. 10, 86 ἐγγὺς γὰρ νυκτός τε καὶ ἤματός εἰσι κέλευϑοι, örtlich zu nehmen; denn wenn das Fortgehen des Nachts unmittelbar dem des Tages folgt, so sind sie auch örtlich nahe bei einander. Deutlicher von der Zeit: ὁ μὲν ἀγὼν ἐγγὺς ἡμῖν Xen. Cyr. 2, 3, 2; ὁ ἐγγύ τατα χρόνος Plat. Polit. 273 c. – 3) bei Zahlen, beinahe, fast; ἔτη ἐγγὺς τριακόσια Thuc. 6, 5; ἐγγὺς καὶ ἑβδομήκοντα ἔτη γεγονώς Plat. Men. 91 e; ἐγγὺς ἐνιαυτὸν ἐδέδετο Lys. 6, 23; τόξα ἐγγὺς τριπήχη Xen. An. 4, 3, 28; Hell. 2, 4, 32; auch ἐγγὺς μυρίων, An. 5, 7, 9. – 4) übh. nahe kommend, beinahe, ähnlich; ἢ ἐγγύς τι καὶ παραπλήσιον Plat. Gorg. 520 a; ἐγγὺς φαίνονται τυφλῶν Rep. VI, 598 c; vgl. Menex. 248 a; ἐγγυτάτω τιαροειδής, fast ganz turbanähnlich, Xen. An. 5, 4, 13. Aehnl. ἐγγύς τι τείνειν τοῦ τεϑνάναι, dem Tode fast gleich sein, Plat. Phaed. 65 a; vgl. Rep. VIII, 548 d. Mit der Negation, wie οὐκ ἐποίουν ταῠτα οὐδ' ἐγγύς, auch nicht nahe, d. i. ganz u. gar nicht; Dem. oft, z. B. 18, 12. 37, 38; Luc. pro imag. 10. – 5) Von der Verwandtschaft; οἱ Ζηνὸς ἐγγύς Aesch. frg. bei Plat. Rep. III, 391 e; φάσκοντες ἐγγύτατα γένους εἶναι Aesch. Suppl. 383; ἐγγυτάτω ὢν γένους Is. 5, 10, wie Ar. Av. 1664; ὅσῳ μου ἐγγυτέρω ἐστὲ γένει Plat. Apol. 30 a; τοὺς ἐγγύτατα γένους Hipp. mai. 304 d. – Comparat. ἐγγύτερος, gew. im neutr. od. adverb. ἐγγυτέρω; Xen. Mem. 4, 3, 8; ἔγγιον, Hipp., Pol. u. Sp. – Superl. ἐγγύτατος, gewöhnl. ἐγγύτατα u. ἐγγυτάτω, Hippocr. u. Sp. auch ἔγγιστα, wie schon Antiph. 4 δ 11 steht.
-
12 εγγυς
I1) ( о пространстве) близко, на близком расстоянии или на близкое расстояние, вблизи(εἶναι Hom., Hes.; χωρεῖν Aesch.; προσιέναι Plat.)
ὅ ἐ. Xen., Arst. — близкий, соседний;τὰ ἐ. Thuc. — окрестности2) ( о времени) близко, скоро(ὅ ἐγγύτατα χρόνος Plat.)
3) приблизительно, почти(ἔτη ἐ. τριακόσια Thuc.)
ἐγγύτατα τιαροειδής Xen. — чрезвычайно похожий на тиару;οὐδ΄ ἐ. Dem. — ничего подобного, нисколько4) в родственных отношенияхἐγγυτέρω γένους Aesch., Arph., Plat. или γένει Plat. — в более близком родстве
II1) близ, близко к(πέτρη ἁλὸς ἐ. ἐοῦσα Hom.)
2) близко к, скороὁ ἀγὼν ἐ. ἡμῖν Xen. — нам скоро предстоит битва
3) сходно сἐ. φαίνεσθαι τυφλοῦ Plat. — быть похожим на слепого
4) в родстве сἐ. τινος Aesch. и τινι Eur. чей-л. — родственник
-
13 ἐγγύς
+ D12-4-17-14-12=59 Gn 19,20; 45,10; Ex 13,17; 32,27; Lv 21,2near, near at hand Gn 19,20; close (relative) Tob 3,15; nearby [τινος] 1 Chr 4,18; οἱ ἐγγύς who were near Est 9,20ὁ ἔγγιστα the nearest, neighbour Ex 32,27Cf. LE BOULLUEC 1989 159.326; →NIDNTT; TWNT -
14 какой-нибудь
-ая-нибудь, -ое-нибудь αόρ. αντων.1. ένας, κάποιος, οποιοσδήποτε•найти какой-нибудь выход βρίσκω κάποια διέξοδο.
2. περίπου, σχεδόν, πάνω-κάτω, ως έγγιστα, γύρω, κοντά•в какой-нибудь час Плеады покажутся σε μια ώρα περίπου η Πούλια θα βγει•
осталось -их-нибудь десять рублей έμειναν περίπου δέκα ρούβλια•
до города осталось какой-нибудь километр ως την πόλη είναι κάπου ένα χιλιόμετρο ακόμα•
хоть какой-нибудь έστω οποιοσδίποτε.
-
15 о
πρόθεση με αιτ. κ. προθτ. πτ.1. (με αιτ.) εις, σε και άρθρο: στον, στην, στο, στους, στις, στα•удариться о камень χτυπώ στην πέτρα•
испачкаться ос стену λερώνομαι στον τοίχο•
опереться о перила στηρίζομαι στα κάγκελα•
сломить палку о колено σπάζω το παλούκι στο γόνατο.
2. με επανάλειψη του ουσ. σχηματίζει επιρρημαρικούς συνδυασμούς: πολύ κοντά, δίπλα, έγγιστα, πλάι-πλάι, κολλητά με•плечо о плечо πλάτη με πλάτη•
рука об руку χέρι με χέρι•
бок о бок πλάι-πλάι.
3. (για χρόνο) σε, κατά•об эту пору σ αυτόν τον καιρό (εποχή)•
вчера о полдень χτες κατά το μεσημέρι.
4. (με προθτ.) περί, για, ως προς•плакать о погибших κλαίω (για) τους πεσόντες•
говорить о событиях μιλώ για τα γεγονότα•
она думает обо мне αυτή σκέφτεται (για) εμένα•
напишу твоему отцу обо всем θα τά γράψω όλα στον πατέρα σου•
переговоры о мире διαπραγματεύσεις για την ειρήνη.
5. παλ. για αριθμητική ποσότητα με•каменный дом о пяти комнатах λιθόκτιστο σπίτι με πέντε δωμάτια•
дом о трёх этажах σπίτι τριώροφο.
6. περί, κατά•о заре κατά την αυγή•
о празднике κατά τη γιορτή.
о 2επιφ.1. (για κλήση, αναφώνηση, θαυμασμό), ω! τι!•о позор! τι ντροπή!•
о, муза! ω, μούσα!
2. (για αισθήματα πόνου, απελπισίας κ.τ.τ.) ω, όι•о-о! больно όι-όι! Πονά.
3. (με επιτακτική σημ.) ω•о да! ω ναι!, ω μάλιστα!•
о нет! α όχι!
-
16 около
επίρ. κ. πρόθεση.1. επίρ. γύρω, ολόγυρα, περίγυρα, πέριξ. || δίπλα, κοντά σιμά, πλησίον.2. πρόθεση• περί, κατά, κοντά•около полуночи κατά τα μεσάνυχτα.
3. περίπου, σχεδόν, ως έγγιστα, πάνω—κάτω, γύρω, ίσαμε, καμιά•около десяти καμιά δεκαριά.
εκφρ.вокруг до около; кругом да около – απέξω-απέζω• ακροθιγώς (όχι στην ουσία)•кормиться (питать(ся) около кого – σιτίζομαι παρά κάποιου. -
17 приблизительно
επίρ.κατά προσέγγιση, περίπου, ως έγγιστα, πάνω-κάτω, γύρω, σχεδόν. -
18 φίλος
φίλος, η, ον, also ος, ον Pi.O.2.93: [[pron. full] ῐ: but Hom. uses the voc. φίλε with [pron. full] ῑ at the beginning of a verse, v. infr.].I pass., beloved, dear, Il.1.20, etc.;παῖδε φίλω 7.279
; freq. c. dat., dear to one,μάλα οἱ φ. ἦεν 1.381
;φ. ἀθανάτοισι θεοῖσι 20.347
, etc.: voc., φίλε κασίγνητε (at the beginning of the line) 4.155, 5.359; with neut. nouns,φίλε τέκνον Od.2.363
, 3.184, etc.; butφίλον τέκος Il.3.162
; also φίλος for φίλε ([dialect] Att., acc. to A.D.Synt.213.28),φίλος ὦ Μενέλαε Il.4.189
, cf. 9.601, 21.106, al., Pi.N.3.76, A.Pr. 545 (lyr.), E.Supp. 277 (lyr.), Ar.Nu. 1168(lyr.): gen. added to the voc.,φίλ' ἀνδρῶν Theoc. 15.74
, 24.40;ὦ φίλα γυναικῶν E.Alc. 460
(lyr.): as Subst.:a φίλος, ὁ, friend, κουρίδιος φίλος, i.e. husband, Od.15.22; φίλοι friends, kith and kin,νόσφιφίλων Il.14.256
;τῆλεφίλων Od.2.333
, cf.6.287; φ. μέγιστος my greatest friend, S.Aj. 1331; φίλοι οἱ ἐγγυτάτω, οἱ ἔγγιστα, Lys. 1.41 codd., Plb.9.24.2; after Hom. freq. with a gen.,ὁ Διὸς φίλος A.Pr. 306
; τοὺς ἐμαυτοῦ φ., τοὺς τούτων φ., Aeschin.1.47;φ. ἐμός S.Ph. 421
; τῶν ἐμε̄ν φ. ib. 509;τοὺς σφετέρους φ. X.HG4.8.25
: prov., ἔστιν ὁ φ. ἄλλος αὐτός a friend is another self, Arist.EN 1166a31;κοινὰ τὰ τῶν φ. Pl.Phdr. 279c
, cf. Arist.EN 1159b31;οὐθεὶς φ. ᾧ πολλοὶ φ. Id.EE 1245b20
; also of friends or allies, opp. πολέμιοι, X.HG 6.5.48;φ. καὶ σύμμαχος D.9.12
, etc.; of a lover, X.Mem.3.11.4 (in bad sense, Lac.2.13); φίλε my friend, as a form of courteous address, Ev.Luc.14.10, etc.; in relation to things,οἱ μουσικῆς φ. E.Fr.580.3
; ; ;Χίους φ. ποιῆσαι Lys. 14.36
, etc.;ποιεῖσθαι Luc.Pisc.38
;κτᾶσθαι Isoc.2.27
, cf. Th.2.40; ;φίλῳ χρῆσθαί τινι Antipho 5.63
;ἡμᾶς ἔχειν φίλους And.1.40
; for Hdt.3.49, v. φίλιος.b φίλη, ἡ, dear one, friend,κλῦτε, φίλαι Od.4.722
; ; of a wife, φίλην τινὰ ἄγεσθαι take as one's wife, Il.9.146, 288; ἡ Ξέρξου φ., of his mother, A.Pers. 832; of a mistress, X.Mem.2.1.23, 3.11.16; .c φίλον, τό, an object of love, τὸ φ. σέβεσθαι to reverence what the city loves, S.OC 187 (lyr.): addressed to persons, darling,φ. ἐμόν Ar.Ec. 952
(lyr.); so φίλτατον ib. 970; τὰ φίλτατα one's nearest and dearest, dear ones, such as wife and children, A.Pers. 851, Eu. 216, S.OT 366, OC 1110, E.Med.16: v. φίλτατος; τἀμὰ φίλα, τὰ σὰ φ., Id. Ion 523 (troch.), 613.d οἱ πρῶτοι φίλοι, a title at the Ptolemaic court, OGI99.3, PTeb.11.4 (ii B. C.), etc.; or simplyοἱ φ. τοῦ βασιλέως OGI100.1
; or οἱ φ. alone, ib. 115.4; τῶν φ. και διοικητοῦ one of the king's friends and dioecetes, PTeb.79.56 (ii B. C.).2 of things, pleasant, welcome,δόσις ὀλίγη τε φ. τε Od.6.208
, cf. Il.1.167: c. dat. pers., , cf. Od.8.248, 13.295;οὐ φίλα τοι ἐρέω Hdt.7.104
; δαίμοσιν πράσσειν φίλα their pleasure, A.Pr. 660, cf. infr. 11.b freq. as predic., φίλον ἐστί or γίγνεταί μοι pleases me, it is after my own heart,εἴ πού τοι φίλον ἐστί Od.7.320
; μὴ φ. Διὶ πατρὶ γένοιτο ib. 316, cf. Il.7.387;εἰ τόδε πᾶσι φ. καὶ ἡδὺ γένοιτο 4.17
;καί τοι φ. ἔπλετο θυμῷ Od.13.145
, etc.; : less freq. c. inf., ; , cf. 24.334, Od. 14.378; so , cf. 108, 4.97: rarely c. part., εἰ τόδ' αὐτῷ φιλον κεκλημένῳ if it please him to be so called, A.Ag. 161 (lyr.): agreeing with pl., , cf. Od.17.15;ἔνθα φίλ' ὀπταλέα κρέα ἔδμεναι Il.4.345
; .c in Hom. and early Poets, one's own; freq. of limbs, life, etc., φίλον δ' ἐξαίνυτο θυμόν he took away dear life, Il.5.155, cf. 22.58;κατεπλήγη φίλον ἦτορ 3.31
;εἰς ὅ κε.. μοι φίλα γούνατ' ὀρώρῃ 9.610
;φίλον κατὰ λαιμόν 19.209
; esp. of one's nearest kin,πατὴρ φ. 22.408
, Sapph.Supp.20a.11;ἄλοχος φ. Il.5.480
: cf. φίλτατος: as a standing epith. when no affection is implied, μητρὶ φίλῃ Ἀλθαίῃ χωόμενος κῆρ angry with his own mother, Il.9.555: simply to denote possession,φίλα εἵματα 2.261
; φ. πόνος their wonted labour, Theoc.21.20.d applied to the numbers 284 and 220, Iamb. in Nic.p.35P.II less freq. (chiefly poet.) in act. sense, loving, friendly, Od.1.313, cf. Il.24.775: c. gen., φίλαν ξένων ἄρουραν friendly to strangers, Pi.N.5.8, cf. P.3.5: of things, kindly, pleasing,φίλα φρεσὶ μήδεα εἰδώς Il.17.325
; φίλα φρονέειν τινί feel kindly, Il.4.219;φ. ἐργάζεσθαί τινι Od.24.210
;φ. εἰδέναι τινί 3.277
; φ. ποιέεσθαί τινι deal with one in friendly fashion, do one a pleasure, Hdt.2.152, 5.37.III Adv. φίλως, once in Hom., φίλως χ' ὁρόῳτε ye would fain see it, Il.4.347, cf. Hes. Sc.45, A.Ag. 247(lyr.), [ 1591], etc.; φ. ἐμοί in a manner dear or pleasing to me, ib. 1581.2 in a friendly, kindly spirit,τήνδε τὴν πόλιν φ. εἰπών S.OC 758
;φ. δέχεσθαί τινα X.HG4.8.5
, cf. Pl.Epin. 988c.IV φίλος has several forms of comparison:1 [comp] Comp. φιλίων [pron. full] [λῐ], ον, gen. ονος, Od.19.351, 24.268: [comp] Sup. φίλιστος, η, ον, interpol. in S.Aj. 842.2 [comp] Comp. φίλτερος, [comp] Sup. φίλτατος, v. sub voce.3 [comp] Comp.φιλαίτερος X.An.1.9.29
, Call.Del.58: [comp] Sup.φιλαίτατος X.HG7.3.8
, Theoc.7.98.5 also as [comp] Comp.,μᾶλλον φίλος A.Ch. 219
, S.Ph. 886;φ. μᾶλλον Thphr. CP6.1.4
; [comp] Sup.,μάλιστα φ. X.Cyr.8.1.17
. -
19 ἐγγύς
A- τέρῳ Hell.Oxy.6.3
), also - ύτερον Pl.Lg. 704e: [comp] Sup. ἐγγυτάτω or - ύτατα (first in Hp., and [dialect] Att.); also ἔγγῑον, ἔγγιστα (v. ἐγγίων).I of Place, near, nigh, at hand: freq. in Hom.,ἐ. γὰρ νυκτός τε καὶ ἤματός εἰσι κέλευθοι Od.10.86
: c. gen., hard by, near to; so λύπας ἐγγυτέρω nearer to grief, S.OC 1217: c. dat., Il.11.340, E.Heracl.37; ἐγγὺς ὁδῷ dub. in IG12.974: mostly with Verbs of rest, ἐ. ἑστάναι, παρεστάναι, A.Pers. 686, Eu.65; butἐ. χωρεῖν Id.Th.59
: c. gen.,οἱ ἐγγυτάτω τῆς ἀγορᾶς κατεσκευασμένοι Lys.24.20
, etc.II of Time, nigh at hand, Il.22.453;ἐ. ἡμῖν ὁ ἀγών X.Cyr.2.3.2
.III of Numbers, etc., nearly,ἔτεσι ἐ. εἴκοσι Th.6.5
;μισθὸς ἐ. ἐνιαυτοῦ X.HG3.1.28
: generally, nearly, almost,ἐ. ἔγνως S.Ichn.301
; οὐδ' ἐ. τινος not nearly, i. e. not by a great deal, nothing like it, Pl.Smp. 198b; ἔχει οὐχ οὕτω ταῦτα οὐδ' ἐ. not so.. nor yet nearly so, D.21.30;οὐκ ἐποίουν τοῦτο, οὐδ' ἐ. Id.18.96
; mostly, Hp.Mochl.34.IV of Qualities, coming near,ἐ. τι καὶ παραπλήσιον Pl.Grg. 520a
; ἐγγύτατα τοῦ νῦν τρόπου, τῆς ξυμπάσης γνώμης, Th.1.13,22;ὅτι ἐγγύτατα τούτων Id.7.86
;κοινῇ δὲ πᾶσιν οὐδεὶς ἐγγυτέρω D.18.288
; ; ἐ. εἶναι, c. gen., Id.Phd. 116b;ἐ. τυφλῶν Id.R. 508c
; ἐ. τι τείνειν τοῦ τεθνάναι very near death, Id.Phd. 65a;κακῶς παθεῖν ἐγγύτατα D.21.123
.V of Relationship, akin to,οἱ Ζηνὸς ἐ. A.Fr. 162
; ἐγγυτέρω γένει or γένους, Pl.Ap. 30a, Is.3.72;ἐγγύτατα γένους A.Supp. 388
, Lys.Fr.41, Pl.Hp.Ma. 304d;ἐγγυτάτω γένους IG12.77
, Ar.Av. 1666. -
20 ὑπολείπω
A leave remaining,ἅ ῥα τῇ προτέρῃ ὑπέλειπον ἔδοντες Od.16.50
;ὑ. λόγον αὐτοῖς, ὡς.. οἷοί τ' ἔσονται Th. 8.2
(cf. infr. 111);πολεμίους τινὰς ὑ. Id.6.17
;τὸν πόλεμον τοῖς παισί Id.1.81
; οὐδεμίαν ὑπερβολὴν ὑ. τινί leave him no possibility of exceeding, Isoc.6.105 (f.l. for κατα-); τοῖς ἔγγιστα τιμωρεῖσθαι ὑ. Antipho 4.4.11
.2 of things, fail one,ὑπολείψει ὑμᾶς ἡ μισθοφορά Lys.27.1
( ἐπι- Reiske, Hude), cf. Arr.Ind.26.9 ( ἐπι- Ellendt);ὑ. τινὰ ὁ λόγος Gorg.17
;ὑπολείποι γὰρ ἂν ὁ αἰὼν διαριθμοῦντα Arist.Rh. 1374a33
; [τὰ ὕδατα] ὑ. τινάς Id.Pol. 1330b7
.3 intr., fail, fall short,θεοὶ.. ὑπέλιπον οὐ πώποκα Epich.170.1
;ὅταν ὑπολίπωσιν αἱ βάλανοι Arist.HA 615b22
; ὑ. τὸ μέλι ib. 626b6; , cf. PA 650a36 (c. dat.); had ceased,Hp.
Epid.5.10, etc.: also, fail in what is expected of one, come short, Lys.31.4 ( ὑπολίπωμαι codd.).II [voice] Pass., c. [tense] fut. [voice] Med., to be left remaining, ἐν μεγάρῳ ὑπελείπετο he was left behind.., Od.7.230, cf. Hdt.1.105, 2.15,86;ἐγὼ δ' ὑπολείψομαι αὐτοῦ Od.17.276
, 282, etc.;ὑπολειφθείς Hdt.5.61
, 8.67, X.HG4.1.39, cf. Isoc.4.70.2 of things,πέμπτον δ' ὑπελείπετ' ἄεθλον Il.23.615
;ἐμοὶ δ' ἅπαξ ἀποφυγόντι ὁ αὐτὸς κίνδυνος ὑπολείπεται Antipho 5.16
; μὴ ὑπολείπεσθαι [τοὺς νόμους], εἴ ποτε .. so that they do not remain in force, in case that.., Th.3.84; οὐδὲν ὑπολείπεται ἀλλ' ἢ .. Pl.Phdr. 231b;μηκέτι ὑπολείπεσθαι αὐτοῖς περὶ μηθενὸς ἔνκλημα μηθέν SIG712.29
(Crete, ii B. C.).3 c. gen., ὑπολείπεσθαι τοῦ στόλου stay behind the expedition, i. e. not to go upon it, Hdt.1.165, cf. A.Ag.73 (anap.).4 to be left behind in a race, Ar.Ra. 1092; lag behind,κατὰ τὴν ὁδὸν πορεύεσθαι -όμενον Pl. Smp. 174d
; of stragglers in an army, X.An.1.2.25, etc.; ὑ. μικρὸν τοῦ στόματος fall behind the front rank, ib.5.4.22 (s. v.l.); of fixed stars, lie to the East of a point in the celestial sphere, Hipparch.3.5.6, al.; of the apparent motion of planets, Arist.Mete. 343a24, al., cf. Epicur. Ep.2p.53 U, Gem.12.22, Ptol.Alm.12.1, Theo Sm.p.147 H.5 metaph., to be inferior,ταῖς ἡλικίαις τῶν πατέρων Arist.Pol. 1334b39
, cf. 1254b35.6 abs., fail, come to an end,ὁπόταν.. νὺξ ὑπολειφθῇ S.El.91
(anap.), cf. Arist.Mete. 356b5, al.III [voice] Med., leave behind one,τὰ πρόβατα Hdt.4.121
;μηδεμίαν τῶν νεῶν Id.6.7
; ὑ. τούτων ὡς χιλίους leaving about 1000 of them unburied, Id.8.24; ὑπολείπεσθαι αἰτίαν, ὡς .. to leave cause for reproach against oneself, in thinking that.., Th.1.140 (v. sub init.);πόνους Isoc.9.45
.2 retain, [τοῦ ὕδατος] περὶ ἑωυτόν Hdt.2.25
;δόρυ ἓν ὧν ἔσχον Arr.Tact.4.6
, cf. 39.1; reserve,ἑαυτῷ ἑκατὸν ἅρματα LXX 2 Ki.8.4
;σαυτῷ ταύτην τὴν ὄλυραν PHib.1.50.4
(iii B. C.);τὸν ὑπάρχοντα χόρτον τοῖς προβάτοις PCair.Zen.645.6
(iii B. C.); ὑπολιποῦ τόπον leave a space, ib.327.83 (iii B. C.): but in D.18.219 the [voice] Act. ὑπέλειπε.. ἑαυτῷ.. ἀναφοράν ( left himself a means of escape) is the best reading.3 deduct from a payment, IG7.3073.50,56 (Lebad., ii B. C.):—[voice] Pass., ib.58;ὑπολειπέσθω τῆς τιμῆς τὸ ὀφειλόμενον Philol.83.204
(Euboea, iii B. C.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑπολείπω
- 1
- 2
См. также в других словарях:
έγγιστα — επίρρ. βλ. έγγιστος … Dictionary of Greek
ἔγγιστα — ἔγγιστος nearer neut nom/voc/acc pl ἐγγίων nearer neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔγγιστ' — ἔγγιστα , ἔγγιστος nearer neut nom/voc/acc pl ἔγγιστε , ἔγγιστος nearer masc voc sg ἔγγισται , ἔγγιστος nearer fem nom/voc pl ἔγγιστα , ἐγγίων nearer neut nom/voc/acc pl ἔγγιστε , ἐγγίων nearer masc voc sg ἔγγισται , ἐγγίων nearer fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έγγιστος — η, ο (AM ἔγγιστος, η, ον) (υπερθ. τού εγγύς) Ι. αυτός που βρίσκεται πολύ κοντά II. (το ουδ. ως επίρρ.) έγγιστα 1. πάρα πολύ κοντά, πλησιέστατα 2. φρ. «ως έγγιστα» περίπου αρχ. 1. προ ολίγου 2. φρ. «οἱ ἔγγιστα» οι πολύ στενοί συγγενείς … Dictionary of Greek
племѧ — ПЛЕМ|Ѧ (257), ЕНЕ с. 1.Потомство: поѧле исполовницѹ мою телицѹ вода‹е›... ко‹ро›во‹у› со племенемо. ГрБ № 112, 1 тр. XIII; ѡ сѣмени твоѥмь бл҃гословѧтьсѧ ˫азыци во исацѣ же будеть ти племѧ. КТур XII сп. XIV2, 260 об.; весь д҃нь милуе(т). и в… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
Minuscule 178 — New Testament manuscripts papyri • uncials • minuscules • lectionaries Minuscule 178 Name Angelicus Text Gospels Date 12th century Script … Wikipedia
Minuscule 774 (Gregory-Aland) — New Testament manuscripts papyri • uncials • minuscules • lectionaries Minuscule 774 Text Gospels Date 11th century Script Greek … Wikipedia
Minuscule 87 — New Testament manuscripts papyri • uncials • minuscules • lectionaries Minuscule 87 Name Codex Trevirensis Text Gospel of John Date 11th century … Wikipedia
ως — (I) ΜΑ βλ. ως. (II) ΜΑ βλ. ώς. (III) Α πρόθ. προς («ὡς αἰεὶ τὸν ὅμοιον ἄγει θεὸς ὡς τὸν ὅμοιον», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ.]. (IV) ὡς, ΝΜΑ, και δωρ. τ. ὥ Α 1. επίρρ. α) (αναφ.) καθώς, όπως (α. «ως συνήθως, άργησε πάλι» β. «κινήθη δ ἀγορὴ … Dictionary of Greek
ՄԵՐՁԱՒՈՐ — (ի, աց.) NBH 2 0256 Chronological Sequence: Early classical, 5c, 6c, 10c, 14c ա.գ. ἑγγίζων, ὀ ἑγγύς, ἕγγιστα, ἑγγίστατος, παρών appropinquans, praesens. Որ ոք կամ որ ինչ մերձ է տեղեաւ եւ ժամանակաւ. մօտաւոր. հպաւոր. առաջիկայ. մօտիկ. ... *Լա՛ւ է… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
ՄՕՏԱՒՈՐ — (ի, աց.) NBH 2 0311 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 6c, 7c, 8c, 13c ա.գ. παρών, ὀ ἑγγύς, ὀ ἑγγύθεν , ἑχόμενος praesens, adstans, qui prope est ὀ ἕγγιστα proximus ἕναγχος nuper οἱκεῖος familiaris. Որ մօտ է. մերձակայ. որպէս… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)