-
21 έγγειοι
-
22 ἔγγειοι
-
23 εγγείοις
-
24 ἐγγείοις
-
25 εγγείου
-
26 ἐγγείου
-
27 εγγείους
-
28 ἐγγείους
-
29 εγγείω
-
30 ἐγγείῳ
-
31 εγγείων
-
32 ἐγγείων
-
33 земельный
[ζιμιέλ'νυΐ] εκ. έγγειος -
34 земельный
[ζιμιέλ'νυϊ] επ έγγειος -
35 ἐναέριος
ἐνᾱέριος, ον,A in the air,ζῷα Ti.Locr.101c
, Gal.Thras.40;μεῖξις Luc.Musc.Enc.6
; opp. ἔγγειος, Them.Or.13.168b. cf. Porph.Gaur. 10.6.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐναέριος
-
36 ἔγγαιος
II of property, in land, consisting of land,οὐσία Lys.Fr.91
, D.36.5;κτήσεις ἔγγειοι καὶ οἰκίαι IG9(2).338.9
(Thess.), cf. CIG 2056 ([place name] Odessus), Plb.6.45.3; τὰ ἔγγεια the fixtures of a farm, D.30.30;συμβόλαιον ἔγγειον Id.33.3
; στατῆρας δανεισάμενος ἐγγείων τόκων on mortgage, Id.34.23 ( ἑκατὸν μνᾶς ἐγγείους (v.l. ἐγγύους) ἐπὶ τόκῳ δεδανεισμένας is read by codd. in Lys.32.15);ἔγγεια καὶ ναυτικά PEleph.1.13
(iv B.C.).III in or of the earth, [φυτὰ] ἔγγεια plants, Pl.R. 491d;φυτὸν οὐκ ἔγγειον, ἀλλὰ οὐράνιον Id.Ti. 90a
;λίθων τὰ ἔγγαια μέρη Plu.2.701c
.IV in or below the earth, = χθόνιος, Ἀϊδωνεύς AP7.480 (Leon.);χθόνιον καὶ ἔ. σκότος Plu.2.953a
; opp. ἐναέριος, Them.Or.13.168b.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἔγγαιος
-
37 ἐγγαροῦντες
Grammatical information: v.Origin: XX [etym. unknown]. LW [loanword]X[probably] Iran.Etymology: Acc. to Dittenberger = ἐπιδημοῦντες, as denominative of *ἔγγαρος = ἔγγειος; thus Schwyzer 482. Bechtel Gött. Nachr. 1920, 247f. wants to identify - γαρος with Ion. (Att.) γεηρός (`earthly'). DELG understands `transporting' and supposes it could be from the verb ἐγγαρεύω with Ernaut-Hatzfeld, R. Ét. Anc. 14 (1912) 279-82.Page in Frisk: 1,435Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ἐγγαροῦντες
-
38 Earth
subs.From the earth: V. γῆθεν,To the earth: V. ἔραζε (Æsch., frag.); see under Ground.Clay: P. and V. πηλός, ὁ.Potter's earth: P. κεραμός, ὁ, P. and V. πηλός, ὁ.The inhabited world: P. ἡ οἰκουμένη; see World.Where on earth are they? V. οἱ δʼ εἰσὶ ποῦ γῆς; (Soph., O.R. 108).Planted in the earth, adj.: P. ἔγγειος (Plat.).Treading the earth: V. χθονοστιβής, πεδοστιβής.Made of earth: see Earthen.——————See Gaea.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Earth
-
39 Estate
subs.Position, rank: P. and V. τάξις, ἡ.Land: P. χώρα, ἡ (Xen.), P. and V. ἀγρός, ὁ, or pl.Small estate: Ar. and P. χωρίον, τό, γῄδιον, τό (Xen.).Inhabited properly: P. and V. οἶκος, ὁ.Property for inheritance: P. and V. κλῆρος, ὁ.Claim an estate: P. ἐπιδικάζεσθαι κλήρου.Property in real estate: P. οὐσία ἔγγειος. ἡ.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Estate
-
40 Land
v. trans.V. intrans. P. and V. ἐκβαίνειν, ἀποβαίνειν (Eur., frag.), P. ἀπόβασιν ποιεῖσθαι. ἐπεκβαίνειν.Land at: P. σχεῖν (dat. or πρός, acc.) ( 2nd aor. of ἔχειν), προσβάλλειν (dat. or πρός, acc. or εἰς, acc.), P. and V. προσσχεῖν ( 2nd aor. of προσέχειν) (dat. or εἰς, acc.; V. also acc. alone), κατάγεσθαι (εἰς, acc.; V. acc. alone); see put in.Easy to land at, adj.: P. εὐαπόβατος.——————subs.Land for cultivation: P. and V. γῆ, ἡ, ἀγρός, ὁ, Ar. and V. ἄρουρα, ἡ (also Plat. but rare P.), γύαι, οἱ; see also Estate.Properly in land: P. ἔγγειος οὐσία, ἡ.Mainland: P. and V. ἤπειρος, ἡ.By land, on foot: P. πεζῇ.From the land: V. χερσόθεν.Dry land: P. τὸ ξηρόν.Bring to land, v. trans.: see put in at.——————adj.Living on land: P. and V. χερσαῖος.Agricultural: Ar. and P. γεωργικός.Land battle: P. πεζομαχία, ἡ. Ar. πεζὴ μάχη.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Land
См. также в других словарях:
έγγειος — ο και έγγαιος, α, ο (AM ἔγγειος, ον και ἔγγαιος, α, ον) αυτός που αναφέρεται στη γη, που αποτελείται από κτήματα νεοελλ. 1. «έγγειος ιδιοκτησία» α) ιδιοκτησία που περιλαμβάνει κτήματα με όλες τις απαραίτητες εγκαταστάσεις β) ακίνητη περιουσία 2.… … Dictionary of Greek
έγγειος — α, ο που αναφέρεται στη γη και τα προϊόντα της: Έγγειος φόρος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἔγγειος — ἔγγαιος masc/fem nom sg ἔγγειος in masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔγγειον — ἔγγαιος masc/fem acc sg ἔγγαιος neut nom/voc/acc sg ἔγγειος in masc/fem acc sg ἔγγειος in neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ПРОЦЕНТЫ — • Τόκος (τόκος от τίκτω, ср. Fenus, Фенус), есть доход, получаемый кредитором от должника за отданный в долг капитал. Величина П. в Элладе считалась или по числу оболов и драхм, вносимых за месячное пользование миной, или по частям… … Реальный словарь классических древностей
έγγαιος — α, ον βλ. έγγειος … Dictionary of Greek
ακρόστιχον — Φορολογία των Βυζαντινών, που επιβαλλόταν στην έγγεια ιδιοκτησία. Οι φορολογούμενοι καταγράφονταν στο λεγόμενο υπομνηστικόν κατάστιχον, που κρατούσε ο γενικός λογοθέτης. Ήταν τακτική εισφορά και εκείνος που δεν «εισεκόμιζε» το ποσό που του… … Dictionary of Greek
γη — Γ. ονομάζεται γενικά το έδαφος πάνω στο οποίο κατοικούμε (ετυμολογείται από το αρχαίο γαία). Με ευρύτερη έννοια, ορίζεται επίσης η οικουμένη, ο επίγειος κόσμος, η επιφάνεια του εδάφους. Γ., όμως, ονομάζεται κυρίως ο τρίτος πλανήτης του ηλιακού… … Dictionary of Greek
επαρούριον τέλος — ἐπαρούριον τέλος, το (Α) έγγειος φόρος … Dictionary of Greek
ζυγοκέφαλον — ζυγοκέφαλον, τό (Α) έγγειος φόρος που δινόταν σε χρήμα ή είδος ανάλογα με τον αριθμό τών αροτριώντων ζευγών. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζυγόν + κεφαλον (< κεφαλή)] … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Κοινωνία και Οικονομία (Αρχαιότητα) — ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΑΡΧΑΪΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ Η οικονομία στην Aρχαϊκή περίοδο Στον τομέα της οικονομίας, στην Aρχαϊκή περίοδο, σημειώθηκε μια σημαντική πρόοδος σε σχέση με τη Γεωμετρική περίοδο. Κατά τη διάρκεια της Γεωμετρικής… … Dictionary of Greek