Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

ἔγγειος

  • 1 поземельный

    поземельный
    прил ἐγγειος:
    \поземельный налог ὁ ἐγγειος φόρος.

    Русско-новогреческий словарь > поземельный

  • 2 земельный

    επ.
    1. της γης, γήινος• έγγειος•земельный участок γήπεδο, κτήμα, οικόπεδο•

    земельный надел κλήρος, κομμάτι γης•

    земельный налог έγγειος φόρος•

    фонд έγγεια ιδιοκτησία, γεωκτησία.

    2. αγροτικός•

    -ая реформа αγροτική μεταρρύθμιση•

    -ая рента.έγγεια πρόσοδος•

    -ое законоательство αγροτική νομοθεσία•

    -ая община αγροτική κοινότητα•

    земельный кодекс αγροτικός κώδικας•

    земельный банк αγροτική τράπεζα•

    -ая собственность γεωκτησία•

    земельный кредит αγροτική πίστωση.

    Большой русско-греческий словарь > земельный

  • 3 поземельный

    επ.
    έγγειος, της γης•

    поземельный налог έγγειος φόρος•

    -ая собственность έγγεια ιδιοκτησία.

    Большой русско-греческий словарь > поземельный

  • 4 земельный

    земельн||ый
    прил ἔγγειος, τής γής:
    \земельныйая рента ἡ ἐγγεια πρόσοδος· \земельныйая собственность ἡ γαιοκτησία· \земельныйая реформа ἡ μεταρρύθμιση τής γαιοκτησίας, τό μοίρασμα γής· \земельный участок τό οἰκόπεδο.

    Русско-новогреческий словарь > земельный

  • 5 налог

    налог
    м ὁ φόρος, τό δόσιμο:
    земельный \налог ἐγγειος φόρος· подоходный \налог ὁ φόρος (έπί) τοῦ είσοδήματος, ὁ φόρος ἐπιτηδεύματος· прямые и косвенные \налоги οἱ ἄμεσοι καί οἱ ἐμμεσοι φόροι· обложение \налогом ἡ φορολογία· облагать \налогом φορολογώ.

    Русско-новогреческий словарь > налог

  • 6 земельный

    [ζιμιέλ'νυΐ] εκ. έγγειος

    Русско-греческий новый словарь > земельный

  • 7 земельный

    [ζιμιέλ'νυϊ] επ έγγειος

    Русско-эллинский словарь > земельный

  • 8 Earth

    subs.
    P. and V. γῆ, ἡ, Ar. and V. γαῖα, ἡ, χθών, ἡ, πέδον, τό, V. οὖδας, τό, αἶα, ἡ; see also Ground.
    From the earth: V. γῆθεν,
    To the earth: V. ἔραζε (Æsch., frag.); see under Ground.
    Soil, subs.: P. and V. γῆ, ἡ, Ar. and V. ρουρα, ἡ (also Plat. but rare P.).
    Clay: P. and V. πηλός, ὁ.
    Potter's earth: P. κεραμός, ὁ, P. and V. πηλός, ὁ.
    The inhabited world: P. ἡ οἰκουμένη; see World.
    On earth, in this world, adv.: P. and V. νω, V. νωθεν; see under World.
    Where on earth are they? V. οἱ δʼ εἰσὶ ποῦ γῆς; (Soph., O.R. 108).
    Planted in the earth, adj.: P. ἔγγειος (Plat.).
    Treading the earth: V. χθονοστιβής, πεδοστιβής.
    Made of earth: see Earthen.
    ——————
    See Gaea.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Earth

  • 9 Estate

    subs.
    Position, rank: P. and V. τάξις, ἡ.
    Man's estate, manhood: Ar. and P. ἡλικία, ἡ, P. and V. ἥβη, ἡ; see Manhood.
    Land: P. χώρα, ἡ (Xen.), P. and V. ἀγρός, ὁ, or pl.
    Small estate: Ar. and P. χωρίον, τό, γῄδιον, τό (Xen.).
    Inhabited properly: P. and V. οἶκος, ὁ.
    Property for inheritance: P. and V. κλῆρος, ὁ.
    Claim an estate: P. ἐπιδικάζεσθαι κλήρου.
    Property in real estate: P. οὐσία ἔγγειος. ἡ.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Estate

  • 10 Land

    v. trans.
    P. ἐκβιβάζειν, ποβιβάζειν, V. ἐκβῆσαι ( 1st aor. act. of ἐκβαίνειν).
    Land ( a fish). P. ἀνασπᾶσθαι (Plat.), V. ἐκσπᾶσθαι.
    Land in (troubles, etc.): P. and V. καθιστναι, εἰς (acc.).
    V. intrans. P. and V. ἐκβαίνειν, ποβαίνειν (Eur., frag.), P. ἀπόβασιν ποιεῖσθαι. ἐπεκβαίνειν.
    Put ashore: P. and V. κατγεσθαι, P. καταπλεῖν.
    Land at: P. σχεῖν (dat. or πρός, acc.) ( 2nd aor. of ἔχειν), προσβάλλειν (dat. or πρός, acc. or εἰς, acc.), P. and V. προσσχεῖν ( 2nd aor. of προσέχειν) (dat. or εἰς, acc.; V. also acc. alone), κατγεσθαι (εἰς, acc.; V. acc. alone); see put in.
    Easy to land at, adj.: P. εὐαπόβατος.
    ——————
    subs.
    Country: P. and V. γῆ, ἡ, χώρα, ἡ, Ar. and V. χθών, ἡ, πέδον, τό, γαῖα, ἡ, V. αἶα, ἡ, οἶμος, ὁ.
    Native land: P. and V. πατρς, ἡ, Ar. and V. πάτρα, ἡ.
    Land for cultivation: P. and V. γῆ, ἡ, ἀγρός, ὁ, Ar. and V. ρουρα, ἡ (also Plat. but rare P.), γύαι, οἱ; see also Estate.
    Properly in land: P. ἔγγειος οὐσία, ἡ.
    Land ( as opposed to water): P. and V. γῆ, ἡ, V. χέρσος, ἡ.
    Mainland: P. and V. ἤπειρος, ἡ.
    By land, on foot: P. πεζῇ.
    From the land: V. χερσόθεν.
    Dry land: P. τὸ ξηρόν.
    On land ( as opposed to on sea): Ar. and P. κατ γῆν, P. κατʼ ἤπειρον.
    Bring to land, v. trans.: see put in at.
    ——————
    adj.
    Land (forces.): P. and V. πεζός.
    Living on land: P. and V. χερσαῖος.
    Agricultural: Ar. and P. γεωργικός.
    Land battle: P. πεζομαχία, ἡ. Ar. πεζὴ μχη.
    Fight a land battle, v.: Ar. and P. πεζομαχεῖν (absol.).

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Land

  • 11 Landed estate

    subs.
    P. ἔγγειος οὐσία, ἡ.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Landed estate

  • 12 Mortgage

    v. trans.
    Ar. and P. τιθέναι, P. ἀποτιμᾶν, ὑποτιθέναι.
    Be a mortgaged: P. ὑποκεῖσθαι.
    ——————
    subs.
    Something pledged: P. ὑποθήκη, ἡ, ἀποτίμημα, τό, Ar. and P. ἐνέχυρον, τό; see Pledge.
    Act of mortgaging: P. ἀποτίμησις, ἡ.
    Lend on mortgage, v.: P. ἀποτιμᾶσθαι, ὑποτίθεσθαι.
    Mortgage on land: P. ἔγγειος τόκος, ὁ.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Mortgage

  • 13 Property

    subs.
    P. and V. οὐσία, ἡ, χρήματα, τά, P. τὰ ὄντα; see also Wealth.
    Men of property: use rich.
    Inheritance: P. and V. κλῆρος, ὁ, V. παγκληρία, ἡ, Ar. and V. παμπησία, ἡ.
    Claim a property at law: P. ἐπιδικάζεσθαι κλήρου.
    Landed property: P. οὐσία ἔγγειος, ἡ.
    Personal property: P. ἀφανὴς οὐσία, ἡ.
    Portable property: P. κατασκευή, ἡ.
    Real property: P. φανερὰ οὐσία, ἡ.
    Taxable property: P. τίμημα, τό.
    Inherent quality in things (as colour, weight, etc.), P. πάθος, τό (Plat.), πάθημα, τό (Plat.); see Attribute.
    Characteristic: P. and V. διον.
    Theatrical properties: Ar. σκευρια, τά.
    Property tax: Ar. and P. εἰσφορά, ἡ.
    Pay the property tax, v.: P. εἰσφέρειν.
    Join in paying property tax: P. συνεισφέρειν.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Property

  • 14 Real

    adj.
    Genuine: P. ἀληθινός, ἀκίβδηλος, P. and V. γνήσιος; see True.
    Real property: P. φανερὰ οὐσία, ἡ.
    Property in real estate: P. οὐσία ἔγγειος, ἡ.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Real

См. также в других словарях:

  • έγγειος — ο και έγγαιος, α, ο (AM ἔγγειος, ον και ἔγγαιος, α, ον) αυτός που αναφέρεται στη γη, που αποτελείται από κτήματα νεοελλ. 1. «έγγειος ιδιοκτησία» α) ιδιοκτησία που περιλαμβάνει κτήματα με όλες τις απαραίτητες εγκαταστάσεις β) ακίνητη περιουσία 2.… …   Dictionary of Greek

  • έγγειος — α, ο που αναφέρεται στη γη και τα προϊόντα της: Έγγειος φόρος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἔγγειος — ἔγγαιος masc/fem nom sg ἔγγειος in masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἔγγειον — ἔγγαιος masc/fem acc sg ἔγγαιος neut nom/voc/acc sg ἔγγειος in masc/fem acc sg ἔγγειος in neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ПРОЦЕНТЫ —    • Τόκος          (τόκος от τίκτω, ср. Fenus, Фенус), есть доход, получаемый кредитором от должника за отданный в долг капитал. Величина П. в Элладе считалась или по числу оболов и драхм, вносимых за месячное пользование миной, или по частям… …   Реальный словарь классических древностей

  • έγγαιος — α, ον βλ. έγγειος …   Dictionary of Greek

  • ακρόστιχον — Φορολογία των Βυζαντινών, που επιβαλλόταν στην έγγεια ιδιοκτησία. Οι φορολογούμενοι καταγράφονταν στο λεγόμενο υπομνηστικόν κατάστιχον, που κρατούσε ο γενικός λογοθέτης. Ήταν τακτική εισφορά και εκείνος που δεν «εισεκόμιζε» το ποσό που του… …   Dictionary of Greek

  • γη — Γ. ονομάζεται γενικά το έδαφος πάνω στο οποίο κατοικούμε (ετυμολογείται από το αρχαίο γαία). Με ευρύτερη έννοια, ορίζεται επίσης η οικουμένη, ο επίγειος κόσμος, η επιφάνεια του εδάφους. Γ., όμως, ονομάζεται κυρίως ο τρίτος πλανήτης του ηλιακού… …   Dictionary of Greek

  • επαρούριον τέλος — ἐπαρούριον τέλος, το (Α) έγγειος φόρος …   Dictionary of Greek

  • ζυγοκέφαλον — ζυγοκέφαλον, τό (Α) έγγειος φόρος που δινόταν σε χρήμα ή είδος ανάλογα με τον αριθμό τών αροτριώντων ζευγών. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζυγόν + κεφαλον (< κεφαλή)] …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Κοινωνία και Οικονομία (Αρχαιότητα) — ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΑΡΧΑΪΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ Η οικονομία στην Aρχαϊκή περίοδο Στον τομέα της οικονομίας, στην Aρχαϊκή περίοδο, σημειώθηκε μια σημαντική πρόοδος σε σχέση με τη Γεωμετρική περίοδο. Κατά τη διάρκεια της Γεωμετρικής… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»