-
1 έγγειος
-
2 ἔγγειος
-
3 εγγειος
-
4 ἔγγειος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἔγγειος
-
5 έγγειος
-
6 ἔγγειος
-
7 поземельный
поземельныйприл ἐγγειος:\поземельный налог ὁ ἐγγειος φόρος. -
8 έγγειον
ἔγγαιοςmasc /fem acc sgἔγγαιοςneut nom /voc /acc sgἔγγειοςin: masc /fem acc sgἔγγειοςin: neut nom /voc /acc sg -
9 ἔγγειον
ἔγγαιοςmasc /fem acc sgἔγγαιοςneut nom /voc /acc sgἔγγειοςin: masc /fem acc sgἔγγειοςin: neut nom /voc /acc sg -
10 земельный
επ.1. της γης, γήινος• έγγειος•земельный участок γήπεδο, κτήμα, οικόπεδο•земельный надел κλήρος, κομμάτι γης•
земельный налог έγγειος φόρος•
фонд έγγεια ιδιοκτησία, γεωκτησία.
2. αγροτικός•-ая реформа αγροτική μεταρρύθμιση•
-ая рента.έγγεια πρόσοδος•
-ое законоательство αγροτική νομοθεσία•
-ая община αγροτική κοινότητα•
земельный кодекс αγροτικός κώδικας•
земельный банк αγροτική τράπεζα•
-ая собственность γεωκτησία•
земельный кредит αγροτική πίστωση.
-
11 поземельный
επ.έγγειος, της γης•поземельный налог έγγειος φόρος•
-ая собственность έγγεια ιδιοκτησία.
-
12 τόκος
τόκος, ὁ, 1) das Gebären; Ἀλκμήνης δ' ἀπέπαυσε τόκον, Il. 19, 119; h. Cer. 101; auch von Thieren, Il. 17, 5 (vgl. Xen. oec. 7, 341; πλὴν ὅταν τόκος παρῇ, Soph. frg. 424; οὔτε τόκοισιν ἰηΐων καμάτων ἀνέχουσι γυναῖκες, O. R. 173, vgl. 26; πρὸ μέλλοντος τόκου, Eur. El. 626; οὐ σὲ μήτηρ ἐν τόκοισι σοῖσι ϑαρσυνεῖ, Alc. 319, u. öfter; Ar. Th. 845 Lys. 742;. Plat. Soph. 242 d u. A. – 2) das Geborene, das Junge, übh. Nachkommenschaft; πάντων Ἀργείων ἐρέων γενεήν τε τόκον τε, Vorfahren und Nachkommenschaft, od. Geschlecht und Abkunft, Il. 7, 128, vgl. 15, 141; auch vom Adler, ἐλϑὼν ἐξ ὄρεος, ὅϑι οἱ γενεή τε τόκος τε, Od. 15, 175; Οἰδίπου τόκος, der Sohn des Oedipus, Aesch. Spt. 354. 389, u. öfter, wie Soph. u. Eur.; selten in Prosa, ὁ τόκος τῆς γυναικός, Her. 1, 111; von Thieren, Arist. H. A. 5, 9. – 3) Uebertr., der Gewinn von ausgeliehenem Gelde, Zins, Wucher; Pind. Ol. 11, 9; Ar. Nub. 18. 20 u. öfter; δανείζειν ἐπὶ τόκῳ, Plat. Legg. V, 742 c; u. wo die Uebertragung recht einleuchtet, τοῦ πατρὸς ἐκγόνους τόκους πολλαπλασίους κομιζόμενοι, von Kapital und Zinsen, Rep. VIII, 555 e; τόκους ἀπολαμβάνειν, Lys. 17, 3; oft bei Rednern, τόκον ὃς ἔτυχεν ἐν Σηστῷ ὢν ἐπόγδοον, Dem. 50, 17, vgl. 53, 13, d. i. ἐπ' ὀκτὼ ὀβολοῖς τὴν μνᾶν τοῦ μηνὸς ἑκάστου, monatlich von einer Mine, = 600 Obolen, 8 Obolen Zins, nach unserer Weise zu rechnen 16 pCt.; andere Zinsfüße sind ἐπίτριτος, ἐπίπεμπτος, ἐπιδέκατος, Arist. rhet. 3, 10, d. i. 6, 10, 20 pCt. Vgl. ἔγγειος, ναυτικός. – Auch Ertrag des Ackers, Xen. Cyr. 8, 3, 38.
-
13 ἔγ-γαιος
ἔγ-γαιος, 1) im Lande einheimisch; ἥβα Aesch. Pers. 922, wo ἐγγαία fem.; vgl. Suppl. 59; τὰ ἔγγαια im Ggstz von τὰ ὑπερόρια Xen. Conv. 4, 31. – 2) κτῆσις, Grundeigenthum, Pol. 6, 45, 3. Bei Dem. 33, 3 ist συμβόλαιον ἔγγαιον dem ναυτικόν entgegengesetzt; ἔγγαια χρήματα, Hypothek auf Grundstücke, B. A. 251; vgl. ἔγγειος. – 3) in der Erde befindlich, Ggstz ἐπιπολῆς, Plut. Symp. 7, 2, 3. – Bei Leon. Tar. 68 (VII, 440) οἱ ἔγ., die Götter der Unterwelt, wie Plut. prim. frigid. 17 es mit χϑόνιος abdt.
-
14 εγγαιος
2 и 3 и ἔγγειος 21) приросший к земле или растущий из земли(φυτά Plat.)
2) подземный(σκότος Plut.; sc. θεοί Anth.)
3) земной(οὐκ ἔ., ἀλλ΄ οὐράνιος Plat.)
4) земельный(κτῆσις Polyb.; συμβόλαιον Dem.)
τόκοι ἔγγειοι Dem. — доход с земельных участков5) находящийся в земле, врытый в землю(τῶν λίθων μέρη Plut.)
τὰ ἔγγεια Dem. — врытое в землю (сельскохозяйственное) имущество6) туземный, отечественный(ἥβα Aesch.)
τὰ ἔγγαια Xen. ( в отличие от ὑπερόρια) — земельные владения внутри страны -
15 εγγυος
21) ручающийся, дающий ручательство Xen., Aeschin., Arst., Polyb.2) служащий порукой(ἑκατὸν μναῖ Lys. - v. l. ἔγγειος)
-
16 земельный
земельн||ыйприл ἔγγειος, τής γής:\земельныйая рента ἡ ἐγγεια πρόσοδος· \земельныйая собственность ἡ γαιοκτησία· \земельныйая реформа ἡ μεταρρύθμιση τής γαιοκτησίας, τό μοίρασμα γής· \земельный участок τό οἰκόπεδο. -
17 налог
налогм ὁ φόρος, τό δόσιμο:земельный \налог ἐγγειος φόρος· подоходный \налог ὁ φόρος (έπί) τοῦ είσοδήματος, ὁ φόρος ἐπιτηδεύματος· прямые и косвенные \налоги οἱ ἄμεσοι καί οἱ ἐμμεσοι φόροι· обложение \налогом ἡ φορολογία· облагать \налогом φορολογώ. -
18 φόρος
ο1) налог; пошлина;άμεσος (εμμεσος) φόρος — прямой (косвенный) налог;
ο φόρος της δεκάτης — десятина (налог);
έγγειος (δημοτικός) φόρ. — поземельный (муниципальный) налог;
φόρος (επί) τού είσοδήματος — подоходный налог;
φόρος (υποτελείας) ист. — дань;
2) перен. дань; долг;ευγνωμοσύνης — дань благодарности;3) базар, рынок;§ βγάζω στο φόρο — разоблачать, разглашать, разбалтывать;
βγαίνω στο φόρο — обнаруживаться, всплывать на поверхность
-
19 έγγεια
-
20 ἔγγεια
См. также в других словарях:
έγγειος — ο και έγγαιος, α, ο (AM ἔγγειος, ον και ἔγγαιος, α, ον) αυτός που αναφέρεται στη γη, που αποτελείται από κτήματα νεοελλ. 1. «έγγειος ιδιοκτησία» α) ιδιοκτησία που περιλαμβάνει κτήματα με όλες τις απαραίτητες εγκαταστάσεις β) ακίνητη περιουσία 2.… … Dictionary of Greek
έγγειος — α, ο που αναφέρεται στη γη και τα προϊόντα της: Έγγειος φόρος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἔγγειος — ἔγγαιος masc/fem nom sg ἔγγειος in masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔγγειον — ἔγγαιος masc/fem acc sg ἔγγαιος neut nom/voc/acc sg ἔγγειος in masc/fem acc sg ἔγγειος in neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ПРОЦЕНТЫ — • Τόκος (τόκος от τίκτω, ср. Fenus, Фенус), есть доход, получаемый кредитором от должника за отданный в долг капитал. Величина П. в Элладе считалась или по числу оболов и драхм, вносимых за месячное пользование миной, или по частям… … Реальный словарь классических древностей
έγγαιος — α, ον βλ. έγγειος … Dictionary of Greek
ακρόστιχον — Φορολογία των Βυζαντινών, που επιβαλλόταν στην έγγεια ιδιοκτησία. Οι φορολογούμενοι καταγράφονταν στο λεγόμενο υπομνηστικόν κατάστιχον, που κρατούσε ο γενικός λογοθέτης. Ήταν τακτική εισφορά και εκείνος που δεν «εισεκόμιζε» το ποσό που του… … Dictionary of Greek
γη — Γ. ονομάζεται γενικά το έδαφος πάνω στο οποίο κατοικούμε (ετυμολογείται από το αρχαίο γαία). Με ευρύτερη έννοια, ορίζεται επίσης η οικουμένη, ο επίγειος κόσμος, η επιφάνεια του εδάφους. Γ., όμως, ονομάζεται κυρίως ο τρίτος πλανήτης του ηλιακού… … Dictionary of Greek
επαρούριον τέλος — ἐπαρούριον τέλος, το (Α) έγγειος φόρος … Dictionary of Greek
ζυγοκέφαλον — ζυγοκέφαλον, τό (Α) έγγειος φόρος που δινόταν σε χρήμα ή είδος ανάλογα με τον αριθμό τών αροτριώντων ζευγών. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζυγόν + κεφαλον (< κεφαλή)] … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Κοινωνία και Οικονομία (Αρχαιότητα) — ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΑΡΧΑΪΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ Η οικονομία στην Aρχαϊκή περίοδο Στον τομέα της οικονομίας, στην Aρχαϊκή περίοδο, σημειώθηκε μια σημαντική πρόοδος σε σχέση με τη Γεωμετρική περίοδο. Κατά τη διάρκεια της Γεωμετρικής… … Dictionary of Greek