-
1 εναέριος
-
2 ἐναέριος
-
3 εναεριος
-
4 ἐναέριος
ἐνᾱέριος, ον,A in the air,ζῷα Ti.Locr.101c
, Gal.Thras.40;μεῖξις Luc.Musc.Enc.6
; opp. ἔγγειος, Them.Or.13.168b. cf. Porph.Gaur. 10.6.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐναέριος
-
5 εναέριος
-
6 εναέριος
[энаэриос] εκ. находящийся в воздухе,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > εναέριος
-
7 εναέριος
[энаэриос] επ находящийся в воздухе. -
8 ἐνᾱἑριος
-
9 дорога
ο δρόμος, η οδόςканатная - εναέριος σιδηρόδρομος, разг. το τελεφερίκ (ξεν.)магистральная - η βασική/κεντρική οδός/αρτηρίαобъездная - η παράκαμψη, παρακαμπτήριος -подвесная канатная - с кольцевым движением ο εναέριος σιδηρόδρομος με συνεχόμενη (κυκλική) κυκλοφορίαскоростная - ταχείας κυκλοφορίας, η εθνική οδόςшоссейная - ο αμαξόδρομος, κύριος -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > дорога
-
10 воздушный
воздушный 1) εναέριος 2) (авиационный) αεροπορικός \воздушныйое сообщение η αεροπορική συγκοινωνία* * *1) εναέριος2) ( авиационный) αεροπορικόςвозду́шное сообще́ние — η αεροπορική συγκοινωνία
-
11 пространство
пространство с η έκταση· το διάστημα (космическое) · безвоздушное \пространство το κενό' воздушное \пространство ο εναέριος χώρος* * *сη έκταση; το διάστημα ( космическое)безвозду́шное простра́нство — το κενό
возду́шное простра́нство — ο εναέριος χώρος
-
12 воздушный
возду́шн||ыйприл1. ἀέριος, ἐναέριος, τοῦ ἀέρος:\воздушныйое пространство ὁ ἐναέριος χώρος· \воздушныйые течения τά ρεύματα τοῦ ἀέρος, τά ἀτμοσφαιρικά ρεύματα· \воздушныйое сообщение ἡ ἀεροπορική συγκοινωνία· \воздушный шар τό ἀερόστατο· \воздушный десант τό ἀεροπορικό ἀγημα, ἡ ἀεροπορική ἀπόβαση· \воздушныйая тревога ὁ ἀεροπορικός συναγερμός·2. (легкий) ἀνάλαφρος, αἰθέριος:\воздушныйое платье ἀνάλαφρο φόρεμα· ◊ строить \воздушныйые замки φαντασιοκοπῶ, χτίζω πύργους στήν "ἰσπανία. -
13 εναέριον
ἐνᾱέριον, ἐναέριοςin the air: masc /fem acc sgἐνᾱέριον, ἐναέριοςin the air: neut nom /voc /acc sg -
14 ἐναέριον
ἐνᾱέριον, ἐναέριοςin the air: masc /fem acc sgἐνᾱέριον, ἐναέριοςin the air: neut nom /voc /acc sg -
15 авиационный
αεροπορικός, εναέριος.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > авиационный
-
16 авиация
1. (теория и практика полетов, служба, вид транспорта) η αεροπορίαразведывательная - αναγνώρισης/κατασκοπείαςтранспортная - μεταφορών/μεταγωγών2. (совокупность самолётов, вертолётов) о αεροπορικός/εναέριος στόλος.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > авиация
-
17 аэрофотограмметрия
η αεροφωτογραμμετρίαη εναέριος εικονομετρίαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > аэрофотограмметрия
-
18 воздушный
αεροπορικός, εναέριος, αέριος.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > воздушный
-
19 заправка
I.тех. η πλήρωση, ο ανεφοδιασμός- топливом в воздухе - με καύσιμα στον αέρα, ο εναέριος ανεφοδιασμόςII.(приправа) τα μυρωδικά.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > заправка
-
20 переброска
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > переброска
См. также в других словарях:
εναέριος — α, ο (AM ἐναέριος, ον) αυτός που ζει, βρίσκεται ή γίνεται στον αέρα, ο υψωμένος στον αέρα, μετέωρος («εναέρια συγκοινωνία», «εναέριος σιδηρόδρομος») μσν. 1. ουράνιος 2. ψηλός. επίρρ... εναερίως κατά εναέριο τρόπο, με τον αέρα, ανάερα … Dictionary of Greek
ἐναέριος — ἐνᾱέριος , ἐναέριος in the air masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εναέριος, -α — ο επίρρ. α που βρίσκεται, ζει, γίνεται στον αέρα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αεροπορικός διάδρομος ή αεροδιάδρομος — Εναέριος διάδρομος μέσα στον οποίο κινούνται τα αεροπλάνα, κυρίως για την αποτροπή ατυχημάτων και συγκρούσεων. Οι α.δ. καθορίζονται διεθνώς με γεωγραφικές συντεταγμένες ή με ραδιοναυτιλιακά μέσα και διακρίνονται σε δύο κυρίως κατηγορίες: α) στους … Dictionary of Greek
χώρος — Για τη στοιχειώδη γεωμετρία, χ. είναι μια αυτονόητη έννοια και αποτελείται από το περιβάλλον μέσα στο οποίο είναι δυνατόν να τοποθετηθούν νοερά τα άλλα, επίσης αυτονόητα, γεωμετρικά στοιχεία: σημεία, ευθείες, επίπεδα. Τα σύγχρονα όμως μαθηματικά… … Dictionary of Greek
ἐναέριον — ἐνᾱέριον , ἐναέριος in the air masc/fem acc sg ἐνᾱέριον , ἐναέριος in the air neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αέριος — (4oς αι. μ.Χ.).Αιρετικός, φίλος του Ευσταθίου, τον οποίο αργότερα κατασυκοφάντησε με αφορμή τη χειροτονία του σε μητροπολίτη. Ο Α., προφανώς εξαιτίας του φθόνου του για τον Ευστάθιο, δίδασκε ότι το αξίωμα του επισκόπου είναι περιττό και,… … Dictionary of Greek
αεροναυτική — Σύνολο πειραματικών δεδομένων, τεχνικών εφαρμογών και ποικίλων δραστηριοτήτων, οι οποίες συνδέονται με τις συνθήκες που επιτρέπουν στον άνθρωπο να μετακινείται μέσα στη γήινη ατμόσφαιρα με συσκευές που κατασκευάζονται γι’ αυτό τον σκοπό. Τo… … Dictionary of Greek
ανάερος — (I) η, ο 1. αυτός που στέκεται ή κινείται στον αέρα, εναέριος, μετέωρος 2. αυτός που φαίνεται σαν να στέκεται στον αέρα ή να αποτελείται από αέρα, ανάλαφρος, άυλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αν(α) * + αέρας]. (II) η, ο [αέρας] αυτός που δεν έχει αέρα, που… … Dictionary of Greek
γεωτροπισμός — Φαινόμενο χαρακτηριστικό για τα διάφορα όργανα των φυτών (ρίζα, βλαστό και φύλλα), η κατεύθυνση των οποίων κατά την αύξησή τους επηρεάζεται από το πεδίο της βαρύτητας. Από τη σύγκριση του γ. και του γεωτακτισμού προκύπτει ότι ο πρώτος δεν είναι… … Dictionary of Greek
ενάερος — η, ο (AM ἐνάερος, ον) εναέριος αρχ. αυτός που έχει το χρώμα τού αέρα, που δεν διακρίνεται. επίρρ... ενάερα και ανάερα εναέρια, με εναέριο τρόπο, ανάλαφρα … Dictionary of Greek