Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ἔβρῖσα

См. также в других словарях:

  • βρίζω — έβρισα, βρίστηκα, βρισμένος 1. μιλώ υβριστικά: Έμαθε από μικρός να βρίζει. 2. προσβάλλω κάποιον: Τον χτύπησα γιατί έβρισε χυδαία τη μάνα μου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • βρισάρματος — βρισάρματος, ον (Α) εκείνος που πιέζει με το βάρος του το άρμα, σπουδαίος αρματοδρόμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < (θ.) βρισ (αόρ. έβρισα) τού ρ. βρίθω* + άρμα ( ατος)] …   Dictionary of Greek

  • γενεά — και γενιά, η (AM γενεά, Α και γενεή, Μ και γενέα) 1. το σύνολο τών μελών ενός γένους ή μιας οικογένειας 2. φυλή, έθνος (ανθρώπων) 3. είδος, ράτσα (ζώων) 4. σύνολο ανθρώπων σε ορισμένη χρονική περίοδο 5. συγγένεια 6. χρονική περίοδος που… …   Dictionary of Greek

  • βρίζω — βρίζω, έβρισα βλ. πίν. 33 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • έκρηξη — η 1. σκάσιμο με πάταγο, που προκαλείται απότομα από ισχυρή πίεση αερίων προς τα έξω, η οποία δημιουργείται με ανάφλεξη εκρηκτικών υλών ή με ισχυρή πίεση από μηχανικά μέσα. 2. μτφ., ξαφνική έναρξη καταστρεπτικής κατάστασης: Έκρηξη πολέμου. 3. μτφ …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἔβρισ' — ἔβρῑσα , βρίθω to be heavy aor ind act 1st sg ἔβρῑσε , βρίθω to be heavy aor ind act 3rd sg ἔβρισα , βρίζω to be sleepy aor ind act 1st sg ἔβρισο , βρίζω to be sleepy plup ind mp 2nd sg ἔβρισο , βρίζω to be sleepy perf imperat mp 2nd sg ἔβρισε …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»