-
1 έβρισ'
ἔβρῑσα, βρίθωto be heavy: aor ind act 1st sgἔβρῑσε, βρίθωto be heavy: aor ind act 3rd sgἔβρισα, βρίζωto be sleepy: aor ind act 1st sgἔβρισο, βρίζωto be sleepy: plup ind mp 2nd sgἔβρισο, βρίζωto be sleepy: perf imperat mp 2nd sgἔβρισε, βρίζωto be sleepy: aor ind act 3rd sgἔβρισαι, βρίζωto be sleepy: perf ind mp 2nd sg -
2 ἔβρισ'
ἔβρῑσα, βρίθωto be heavy: aor ind act 1st sgἔβρῑσε, βρίθωto be heavy: aor ind act 3rd sgἔβρισα, βρίζωto be sleepy: aor ind act 1st sgἔβρισο, βρίζωto be sleepy: plup ind mp 2nd sgἔβρισο, βρίζωto be sleepy: perf imperat mp 2nd sgἔβρισε, βρίζωto be sleepy: aor ind act 3rd sgἔβρισαι, βρίζωto be sleepy: perf ind mp 2nd sg -
3 βρίθω
Aβρίθῃσι Od.19.112
: [dialect] Ep. [tense] impf.βρῖθον 9.219
: [tense] fut.βρίσω B.9.47
, [dialect] Ep. inf. : [tense] aor.ἔβρῑσα Il.12.346
, etc.: [tense] pf.βέβρῑθα 16.384
, Hp.Mul.2.133, E.El. 305: [tense] plpf.βεβρίθει Od. 16.474
:—[voice] Pass. (v. infr.):—poet. Verb (also in later Prose, v. infr.), to be heavy or weighed down with, c. dat.,σταφυλῇσι βρίθουσαν ἀλωήν Il.18.561
;βρίθῃσι δὲ δένδρεα καρπῷ Od.19.112
, cf. 16.474; ὑπὸ λαίλαπι.. βέβριθε χθών (sc. ὕδατι) Il.16.384; βότρυσι, καρποῖς, Jul. Or.3.113a, 7.230d: metaph.,ἀλάστωρ ξίφεσι βρίθων E.Ph. 1557
(lyr.);ὄλβῳ β. Id.Tr. 216
(lyr.);πίνῳ.. βέβριθα Id.El. 305
;κάτω β. περὶ τὴν ὔλην Iamb.Myst.5.11
.2 c. gen., to be laden with or full of, ; ;πεδιὰς βρίθουσα ζῴων καὶ φυτῶν Ph. 2.217
.3 c. acc.,βούβρωστις φόνον βρίθουσα Epigr.Gr.793.4
.4 abs., to be heavy, ἔρις.. βεβριθυῖα ( = βαρεῖα) Il.21.385;εὔχεσθαι.. βρίθειν Δημήτερος ἱερὸν ἀκτήν Hes. Op. 466
; so in Hp. and later Prose, ᾗ ἂν.. βρίσῃ wherein the weight is thrown, Hp.Flat.10; βεβρίθασιν οἱ τιτθοί are loaded, Id.Mul.2.133, cf. Ph.1.330, etc.;ἐς γόνατα ἡ κεφαλὴ β. Philostr.Im.1.18
: but rare in [dialect] Att., βρίθει ὁ ἵππος bows or sinks, Pl. Phdr. 247b; ὅταν βρίσῃ [ὁ κύκλος] ἐπὶ θάτερον μέρος inclines to one side, Arist.Pr. 915b3: metaph., πᾷ τύχα βρίσει how Fortune will incline the scales, B.9.47.II of men, outweigh, prevail,ἐέδνοισι βρίσας Od.6.159
: abs., have the preponderance in fight, prevail,ὧδε γὰρ ἔβρισαν Αυκίων ἀγοί Il.12.346
;τῇ δὲ γὰρ ἔβρισαν.. Ἕκτωρ Αἰνείας τε 17.512
; βρίσαντες ἔβησαν charged with their might, ib. 233; later εὐδοξίᾳ β. to be mighty in.., Pi.N.3.40;εἰ.. χειρὶ βρίθεις ἢ πλούτου βάθει S.Aj. 130
.III trans., weigh down, load,ὅσπερ Κινύραν ἔβρισε πλούτῳ Pi.N.8.18
;τάλαντα βρίσας A.Pers. 346
.2 [voice] Pass., to be laden, μήκων καρπῷ βριθομένη laden with fruit, Il.8.307; μόροισι βρίθεται [ἡ βάτος] A.Fr. 116; τῷ δ' οὐ βρίθεται [ἡ τράπεζα]; E.Fr. 467; ἐβρίθοντο ἀϊόνες [σώμασι] Tim.Pers. 108;πλοῦτον χρυσῷ καὶ ἀργύρῳ -όμενον Jul.Or.2.86b
: c. gen.,πέτηλα βριθόμενα σταχύων Hes.Sc. 290
;συμποσίων.. βρίθοντ' ἀγυιαί B.Fr.3.12
;βριθομένης ἀγαθῶν τραπέζης Pherecr.190
(hex.);βριθομένη χαρίτων AP5.193
(Posidipp. or Asclep.): abs.,ἄξονες βριθόμενοι A.Th. 153
(lyr.). (Cf. βρῖ.) -
4 βρίθω
βρίθω (root βρι), ipf. βρῖθον, aor. ἔβρῖσα, perf. βέβρῖθα: be heavy, weighed down; σταφυλῇσι μέγα βρίθουσα ἀλωή, Il. 18.561, and once mid., μήκων καρπῷ βρῖθομένη, Il. 8.307; with gen., ταρσοὶ τῦρῶν βρῖθον, Od. 9.219; τράπεζαι σίτου βεβρίθᾶσι, etc.; met., ἔρις βεβρῖθυῖα (= βρῖθεῖα), Il. 21.385.—Also fall heavily upon, charge, Il. 12.346, etc.; preponderate, be superior (by giving the most presents), Od. 6.159.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > βρίθω
-
5 βρίζω
Grammatical information: v.Meaning: `to be sleepy, nod' (Δ 4, 223, A.),Other forms: Aor. ἔβριξα (Od., E. Rh. 826 [lyr.], v. l. ἔβρισα), βρίξαι ὑπνῶσαι, νυστάξαι; βρισθείς ὑπνώσας H.; βριζώ, - οῦς f. = ἐνυπνιόμαντις (Semus 5). - ἄβρικτον.. ἄγρυπνον, ἀβρίξ ἐγρηγόρως H. (cf. ἀπρίξ s.v. ἄπριγδα and Schwyzer 620).Origin: XX [etym. unknown]Etymology: Unexplained. Connection with βρί-, βρίθω (Curtius Grundz. 475, cf. somno gravatus) is less probable.Page in Frisk: 1,268Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > βρίζω
См. также в других словарях:
βρίζω — έβρισα, βρίστηκα, βρισμένος 1. μιλώ υβριστικά: Έμαθε από μικρός να βρίζει. 2. προσβάλλω κάποιον: Τον χτύπησα γιατί έβρισε χυδαία τη μάνα μου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
βρισάρματος — βρισάρματος, ον (Α) εκείνος που πιέζει με το βάρος του το άρμα, σπουδαίος αρματοδρόμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < (θ.) βρισ (αόρ. έβρισα) τού ρ. βρίθω* + άρμα ( ατος)] … Dictionary of Greek
γενεά — και γενιά, η (AM γενεά, Α και γενεή, Μ και γενέα) 1. το σύνολο τών μελών ενός γένους ή μιας οικογένειας 2. φυλή, έθνος (ανθρώπων) 3. είδος, ράτσα (ζώων) 4. σύνολο ανθρώπων σε ορισμένη χρονική περίοδο 5. συγγένεια 6. χρονική περίοδος που… … Dictionary of Greek
βρίζω — βρίζω, έβρισα βλ. πίν. 33 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
έκρηξη — η 1. σκάσιμο με πάταγο, που προκαλείται απότομα από ισχυρή πίεση αερίων προς τα έξω, η οποία δημιουργείται με ανάφλεξη εκρηκτικών υλών ή με ισχυρή πίεση από μηχανικά μέσα. 2. μτφ., ξαφνική έναρξη καταστρεπτικής κατάστασης: Έκρηξη πολέμου. 3. μτφ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἔβρισ' — ἔβρῑσα , βρίθω to be heavy aor ind act 1st sg ἔβρῑσε , βρίθω to be heavy aor ind act 3rd sg ἔβρισα , βρίζω to be sleepy aor ind act 1st sg ἔβρισο , βρίζω to be sleepy plup ind mp 2nd sg ἔβρισο , βρίζω to be sleepy perf imperat mp 2nd sg ἔβρισε … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)