-
1 εβαν
-
2 βαν
-
3 διφρος
ὅ [δίς + φέρω]1) колесница, преимущ. боевая(ἂν δ΄ ἔβαν ἐν δίφροισι παραιβάται ἡνίοχοί τε Hom.)
, реже дорожная(εἰ δ΄ ἐθέλεις πεζός, πάρα τοι δ. τε καὴ ἵπποι Hom.; ἁρμάτειος δ. Xen.)
иногда pl. (ἐκ δίφρων κυλισθείς Soph.; δίφροι Ἡλίου Eur.)2) седалище, сиденье, кресло(δίφρῳ ἐφέζεσθαι Hom.: κλιντῆρες καὴ δίφροι καὴ τράπεζαι Plut.)
3) (в Риме, лат. sella curulis) курульное кресло(ὅ ἐλεφάντινος δ. Polyb.)
-
4 εβασαν...
-
5 εξεβαν
-
6 ευχωλη
ἥ1) молитва, мольба(εὐχωλέων κλύειν Hes.)
εὐχωλῇς τοὺς θεοὺς παρατρωπᾶν Hom. — умилостивлять богов молитвами;εὐχωλέν ποιεῖσθαι ἔς τινα Luc. — молиться за кого-л.2) (молитвенный) обет(εὐχωλὰς ἐπιτελέειν Her.)
3) хвастовство, похвальбаπῆ ἔβαν εὐχωλαί ; Hom. — куда девались (ваши) хвастливые речи?
4) победный крик(οἰμωγή τε καὴ εὐ. ἀνδρῶν Hom.)
5) слава, гордость -
7 κατακειω
(эп. part. κακκείοντες) хотеть лечь (спать)
См. также в других словарях:
ἔβαν — βαίνω walk aor ind act 3rd pl (epic) ἔβᾱν , βαίνω walk aor ind act 3rd pl (doric) βαίνω walk aor ind act 1st sg (epic) ἔβᾱν , βαίνω walk aor ind act 1st sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αεροβάτης — ο (Α ἀεροβάτης) αυτός που βαδίζει, που πετά στον αέρα (στα Νεοελληνικά με μτφ. σημασία) αυτός που έχει χάσει την αίσθηση της πραγματικότητας, που πετά στα σύννεφα, φαντασιόπληκτος, ονειροπαρμένος, ονειροπόλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀήρ + βάτης < θ. βᾰ … Dictionary of Greek
επί — (AM ἐπί) (πρόθεση) Ι. (με γεν.) 1. επάνω σε μια επιφάνεια ή σ ένα σημείο («επί τής στέγης», «καθέζετ ἐπὶ θρόνου») 2. σχετικά με κάτι, σε αναφορά με κάτι («επί τού θέματος, επί τής ουσίας», «ἐπὶ καλοῡ λέγων παιδός») 3. χρονική περίοδος κατά την… … Dictionary of Greek
ηνίοχος — (Αστρον.). Αστερισμός του βορείου ημισφαίριου, που βρίσκεται ανάμεσα στους αστερισμούς της Καμηλοπάρδαλης, του Περσέα, του Ταύρου, των Διδύμων και του Λυγκός. Κύριοι αστέρες του Η. είναι ο ε, δίδυμος αστέρας μεγέθους 3 που απέχει περίπου 3.400… … Dictionary of Greek
κλισίηθεν — (Α) επίρρ. από την καλύβα, έξω από την πρόχειρη κατοικία («τὴν δὲ νέον κλισίηθεν ἔβαν κήρυκες ἄγοντες κούρην Βρισῆος», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κλισία / η + επιρρμ. κατάλ. θεν, δηλωτική τής προελεύσεως και από τόπου κινήσεως] … Dictionary of Greek
οίκονδε — οἶκόνδε (Α) επίρρ. 1. προς την πατρίδα ή προς το σπίτι (α. «οἱ μὲν κακκείοντες ἔβαν οἰκόνδε ἕκαστος», Ομ. Ιλ. β. «οἶκόνδε ἄγω» οδηγώ τη νύφη στο σπίτι, Ομ. Οδ.) 2. στο δωμάτιο τών γυναικών. [ΕΤΥΜΟΛ. < οἶκος + επιρρμ. κατάλ. δε (πρβλ. μυχόν δε) … Dictionary of Greek