-
1 βαν
-
2 Βαν
λίμνη η оз. Ван -
3 βαινω
(fut. βήσομαι - дор. βάσομαι и βᾱσεῦμαι; pf. βέβηκα - дор. βέβᾱκα; aor. 2 ἔβην - эп. βῆν, дор. βᾶν, pass. ἐβάθην)1) шагать, ходить(μετὰ ῥυθμοῦ Thuc. и ἐν ῥυθμῷ Plat.)
βῆ ἰέναι или ἴμεν Hom. — он отправился;βῆ θέειν и βῆ φεύγων Hom. — он побежал;μεγάλα β. Luc. — широко шагать2) всходить, подниматься(ἐς δίφρρον и ἐφ΄ ἵππων, ἐπὴ νηός Hom.; med. δίφρον Hom.)
3) садиться верхом(ἀμφὴ δούρατι и περὴ τρόπιος Hom.)
4) идти, отправляться(προτὴ ἄστυ Hom.)
5) входить(δόμον Ἄϊδος εἴσω Hom.; Θήβας Soph.)
6) приходить, прибывать; pf. пребывать, находиться, быть(χῶρος ἐν ᾦ βεβήκαμεν Soph.)
βεβὼς ἐπὴ ξυροῦ τύχης Soph. — находящийся на краю гибели;ἐν κακοῖς βεβάναι Soph. — впасть в несчастье;(εὖ) βεβηκώς Her., Xen. — упрочившийся, прочный, твердый, сильный;βεβηκυῖα μάχη Plut. — упорный бой;οἱ ἐν τέλει βεβῶτες Soph. — власть имущие7) сходить, спускаться(ἀπὸ πύργων χαμᾶζε, κατ΄ Οὐλύμποιο καρήνων Hom.)
8) возвращаться(ἐν νηυσὴ ἐς πατρίδα Hom.)
9) доходить(ἐς τόδε τόλμης Soph.)
ἐς τοσοῦτον ἐλπίδων βεβώς Soph. — будучи доведен до такой уверенности10) проходить, претерпеватьδι΄ ὀδύνης β. Eur. — страдать
11) набрасываться, нападать(αἶνον ἔβα κόρος Pind.; ὀδύνα βαίνει τινά Eur.)
; настигать(ἔβα νέμεσις ἔς τινα Eur.)
12) выходить, уходить(ἐξ οἴκου Hom.)
; уезжать(ἐν и ἐπὴ νηυσί Hom.)
13) исчезать, пропадать(ἐκ βροτῶν Soph.)
βεβᾶσι ἀκρῶται στρατοῦ Aesch. — погиб цвет войска;δέδοικα μέ βεβήκῃ Soph. — боюсь, не умер ли он14) проходить, протекать, миновать(ἐνννέα βεβάασι ἐνιαυτοί Hom.)
15) следовать, преследовать(μετά τινα и τι Hom.)
16) ( о животных) покрывать(β. καὴ παιδοσπορεῖν Plat.)
ἵπποι βαινόμεναι Her. — случные кобылицы17) доставлять, приводить(ἵππους ἐπὴ Βουπρασίου Hom.; τινὰ ἐς Ἑλλάδα Eur.)
18) (только aor. ἔβησα) сбрасывать, опрокидывать(τινα ἐξ и ἀφ΄ ἵππων Hom.)
19) размеренно декламировать, скандировать(τὸ ἔπος Arst.)
-
4 βας
-
5 λιλαιομαι
[λάω II] (только praes., impf. и pf. λελίημαι) страстно желать, жаждать(πολέμοιο и πολεμίζειν Hom.)
λιλαιόμενος ὁδοῖο Hom. — охваченный желанием отправиться в путь;φόωσδε τάχιστα λιλαίεο Hom. — поспеши вернуться на свет;βάν ῥ΄ ἰθὺς Δαναῶν λελιημένοι Hom. — (троянцы) яростно ударили на данайцев;ἐπεὴ λελίησαι ἀκούειν Theocr. — поскольку тебе хочется услышать
См. также в других словарях:
Βαν Γκογκ, Βίνσεν — (Vincent Van Gogh, Γκρόοτ Τσούντερτ, Βραβάντη 1853 – Οβέρ σιρ Ουάζ 1890). Ολλανδός ζωγράφος. Σε ηλικία δεκαέξι ετών εργάστηκε στα καταστήματα της Χάγης και του Λονδίνου της εμπορικής εταιρείας έργων τέχνης Γκουπίλ και άρχισε να ζωγραφίζει,… … Dictionary of Greek
Βαν ντερ Βάιντεν, Ρότζερ — (Roger Van der Weyden, Τουρνέ περ. 1400 – Βρυξέλλες 1464). Φλαμανδός ζωγράφος. Το πραγματικό του όνομα ήταν Ροζέ ντε λα Παστίρ (Roger de la Pasture), και το Β.ν.Β. είναι η μετάφραση στα φλαμανδικά. Γιος μαχαιροποιού, άρχισε να εργάζεται στη… … Dictionary of Greek
Βαν Άικ, Γιαν — (Jan Van Eyck, Μάαστριχτ περ. 1390 – Μπριζ 1441). Φλαμανδός ζωγράφος. Ιδρυτής της φλαμανδικής αναγεννησιακής σχολής. Με αυτόν σημειώνεται η μετάβαση από το υστερογοτθικό, μεσαιωνικό πνεύμα στη νέα νατουραλιστική οπτική. Λίγες εξακριβωμένες… … Dictionary of Greek
Βαν Ντάικ, Άντονι σερ — (Sir Anthony Van Dyck, Αμβέρσα 1599 – Λονδίνο 1641). Φλαμανδός ζωγράφος. Γιος εύπορης οικογένειας, φαίνεται ότι εργάστηκε για ένα μικρό χρονικό διάστημα στο εργαστήριο του Χέντρικ Βαν Μπάλεν, γιατί όταν το 1618 άρχισε τη συνεργασία του με τον… … Dictionary of Greek
Βαν Νταμ, Ζαν Κλοντ — (Βέλγιο 1961 –). Καλλιτεχνικό ψευδώνυμο του Βέλγου ηθοποιού Ζαν Κλοντ Βαν Βάρενμπεργκ. Στράφηκε στον κινηματογράφο αμέσως μόλις έγινε γνωστός από τις πολεμικές τέχνες, όταν κέρδισε στο πανευρωπαϊκό πρωτάθλημα καράτε. Νωρίτερα ασχολήθηκε με τη… … Dictionary of Greek
Βαν Ντέσμπουργκ, Τέο — (Theo Van Doesburg, Ουτρέχτη 1883 – Νταβός 1931). Καλλιτεχνικό ψευδώνυμο του Ολλανδού αρχιτέκτονα, ποιητή και ζωγράφου Κρίστιαν Κέπερ (Christian Kuepper). Το 1917, μαζί με τον ζωγράφο Μοντριάν και τον αρχιτέκτονα Ουντ ίδρυσε την ομάδα Ντε Στιλ… … Dictionary of Greek
Βαν Οστάντε — (Vαn Ostade). Επώνυμο οικογένειας Ολλανδών ζωγράφων. 1. Αντριάν (Adriaen, Χάρλεμ, Ολλανδία 1610 – 1685). Ζωγράφος και χαράκτης. Πολλοί τον χαρακτηρίζουν ως μικρογραφία του Ρέμπραντ. Τα έργα του είναι εμπνευσμένα από σκηνές της καθημερινής ζωής.… … Dictionary of Greek
Βαν Άικ, Χούμπερτ — (Hubert Van Eyck, 1370 1426). Φλαμανδός ζωγράφος, αδελφός του Γιαν Β.Ά. (βλ. λ. Βαν Άικ, Γιαν). Οι ειδικοί τείνουν να παραδεχτούν ότι πρόκειται για το ίδιο πρόσωπο, που παρουσίαζε στα νεανικά του χρόνια τα έργα του με το όνομα αυτό. Μερικοί,… … Dictionary of Greek
Βαν Γκόγεν, Γιαν — (Jan Van Goyen, Λέιντεν 1596 – Χάγη 1656). Ολλανδός ζωγράφος. Το 1615 πήγε στο Παρίσι, όπου οι πίνακές του Παραλίες και Ερείπια προκάλεσαν αίσθηση, γιατί εκείνη την εποχή δεν υπήρχαν εκεί μεγάλοι τοπιογράφοι. Όταν γύρισε στην Ολλανδία,… … Dictionary of Greek
Βαν Κλιφ, Λι — (Νιου Τζέρσι 1925 – Καλιφόρνια 1989). Αμερικανός ηθοποιός. Ο θρυλικός κακός της ταινίας του Σέρτζιο Λεόνε Ο καλός, ο κακός και ο άσχημος (1966), έπαιξε σε περισσότερες από 85 ταινίες, αν και αυτοδίδακτος. Γεννημένος σε μια κωμόπολη του Νιου… … Dictionary of Greek
Βαν Λέιντεν, Λούκας — (Lucas Van Leyden, Λέιντεν 1494 – 1533). Ολλανδός ζωγράφος και χαράκτης. Διδάχτηκε τη ζωγραφική από τον πατέρα του, μέτριο ζωγράφο. Νεαρός ακόμα φιλοτέχνησε την Ιστορία του αγίου Ουμβέρτου, τον πρώτο του αξιόλογο πίνακα. Επιδόθηκε επίσης και στη… … Dictionary of Greek