Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

βάν

См. также в других словарях:

  • Βαν Γκογκ, Βίνσεν — (Vincent Van Gogh, Γκρόοτ Τσούντερτ, Βραβάντη 1853 – Οβέρ σιρ Ουάζ 1890). Ολλανδός ζωγράφος. Σε ηλικία δεκαέξι ετών εργάστηκε στα καταστήματα της Χάγης και του Λονδίνου της εμπορικής εταιρείας έργων τέχνης Γκουπίλ και άρχισε να ζωγραφίζει,… …   Dictionary of Greek

  • Βαν ντερ Βάιντεν, Ρότζερ — (Roger Van der Weyden, Τουρνέ περ. 1400 – Βρυξέλλες 1464). Φλαμανδός ζωγράφος. Το πραγματικό του όνομα ήταν Ροζέ ντε λα Παστίρ (Roger de la Pasture), και το Β.ν.Β. είναι η μετάφραση στα φλαμανδικά. Γιος μαχαιροποιού, άρχισε να εργάζεται στη… …   Dictionary of Greek

  • Βαν Άικ, Γιαν — (Jan Van Eyck, Μάαστριχτ περ. 1390 – Μπριζ 1441). Φλαμανδός ζωγράφος. Ιδρυτής της φλαμανδικής αναγεννησιακής σχολής. Με αυτόν σημειώνεται η μετάβαση από το υστερογοτθικό, μεσαιωνικό πνεύμα στη νέα νατουραλιστική οπτική. Λίγες εξακριβωμένες… …   Dictionary of Greek

  • Βαν Ντάικ, Άντονι σερ — (Sir Anthony Van Dyck, Αμβέρσα 1599 – Λονδίνο 1641). Φλαμανδός ζωγράφος. Γιος εύπορης οικογένειας, φαίνεται ότι εργάστηκε για ένα μικρό χρονικό διάστημα στο εργαστήριο του Χέντρικ Βαν Μπάλεν, γιατί όταν το 1618 άρχισε τη συνεργασία του με τον… …   Dictionary of Greek

  • Βαν Νταμ, Ζαν Κλοντ — (Βέλγιο 1961 –). Καλλιτεχνικό ψευδώνυμο του Βέλγου ηθοποιού Ζαν Κλοντ Βαν Βάρενμπεργκ. Στράφηκε στον κινηματογράφο αμέσως μόλις έγινε γνωστός από τις πολεμικές τέχνες, όταν κέρδισε στο πανευρωπαϊκό πρωτάθλημα καράτε. Νωρίτερα ασχολήθηκε με τη… …   Dictionary of Greek

  • Βαν Ντέσμπουργκ, Τέο — (Theo Van Doesburg, Ουτρέχτη 1883 – Νταβός 1931). Καλλιτεχνικό ψευδώνυμο του Ολλανδού αρχιτέκτονα, ποιητή και ζωγράφου Κρίστιαν Κέπερ (Christian Kuepper). Το 1917, μαζί με τον ζωγράφο Μοντριάν και τον αρχιτέκτονα Ουντ ίδρυσε την ομάδα Ντε Στιλ… …   Dictionary of Greek

  • Βαν Οστάντε — (Vαn Ostade). Επώνυμο οικογένειας Ολλανδών ζωγράφων. 1. Αντριάν (Adriaen, Χάρλεμ, Ολλανδία 1610 – 1685). Ζωγράφος και χαράκτης. Πολλοί τον χαρακτηρίζουν ως μικρογραφία του Ρέμπραντ. Τα έργα του είναι εμπνευσμένα από σκηνές της καθημερινής ζωής.… …   Dictionary of Greek

  • Βαν Άικ, Χούμπερτ — (Hubert Van Eyck, 1370 1426). Φλαμανδός ζωγράφος, αδελφός του Γιαν Β.Ά. (βλ. λ. Βαν Άικ, Γιαν). Οι ειδικοί τείνουν να παραδεχτούν ότι πρόκειται για το ίδιο πρόσωπο, που παρουσίαζε στα νεανικά του χρόνια τα έργα του με το όνομα αυτό. Μερικοί,… …   Dictionary of Greek

  • Βαν Γκόγεν, Γιαν — (Jan Van Goyen, Λέιντεν 1596 – Χάγη 1656). Ολλανδός ζωγράφος. Το 1615 πήγε στο Παρίσι, όπου οι πίνακές του Παραλίες και Ερείπια προκάλεσαν αίσθηση, γιατί εκείνη την εποχή δεν υπήρχαν εκεί μεγάλοι τοπιογράφοι. Όταν γύρισε στην Ολλανδία,… …   Dictionary of Greek

  • Βαν Κλιφ, Λι — (Νιου Τζέρσι 1925 – Καλιφόρνια 1989). Αμερικανός ηθοποιός. Ο θρυλικός κακός της ταινίας του Σέρτζιο Λεόνε Ο καλός, ο κακός και ο άσχημος (1966), έπαιξε σε περισσότερες από 85 ταινίες, αν και αυτοδίδακτος. Γεννημένος σε μια κωμόπολη του Νιου… …   Dictionary of Greek

  • Βαν Λέιντεν, Λούκας — (Lucas Van Leyden, Λέιντεν 1494 – 1533). Ολλανδός ζωγράφος και χαράκτης. Διδάχτηκε τη ζωγραφική από τον πατέρα του, μέτριο ζωγράφο. Νεαρός ακόμα φιλοτέχνησε την Ιστορία του αγίου Ουμβέρτου, τον πρώτο του αξιόλογο πίνακα. Επιδόθηκε επίσης και στη… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»