-
1 κατακειω
(эп. part. κακκείοντες) хотеть лечь (спать) -
2 κακκειοντες
(из κατακείοντες) эп. part. pl. к κατακείω См. κατακειω
См. также в других словарях:
κατακείω — (Α) αναπαύομαι, κοιμάμαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + κείω «επιθυμώ να ξαπλώσω», εφετικό τού κείμαι] … Dictionary of Greek
κατακείω — κατάκειμαι lie down fut ind act 1st sg (epic) κατακαίω burn completely aor subj act 1st sg κατακαίω burn completely aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)