-
41 ἑταιρικός
A of or befitting a companion: companionship,Arist.
EN 1157b23 ; in full, ἑ. φιλία ib. 1161b12. Adv.-κῶς, προσφέρεσθαι Id.EE 1243a5
.2 τὸ ἑταιρικόν,=ἑταιρεία 1.2
, Th.8.48 ;ἑ. συνάγειν Hyp.Eux.8
; factions, clubs,Plu.
Lys.5, D.C.37.57 ; = Lat. collegia, Id.38.13.b ties of party, opp. τὸ ξυγγενές, Th.3.82.II of or like a ἑταίρα, meretricious,γυνή Plu. 2.140c
, etc.; τὸ ἑ. the custom of ἑταῖραι, Alciphr.2.1 ; concerningἑταῖραι, λόγοι D.H.Lys.3
: so Adv. - κῶς meretriciously,κεκοσμημένοι Zeno Stoic.1.58
, Luc.Bis Acc.20, Plu.Pomp.2.2 ἑ. (sc. τέλος), τό, tax on courtesans, Ostr.83 (ii B. C.); τελώνης ἑταιρεικοῦ (sic)Ἀφροδίτῃ Arch.Pap.6.219
(Elephantine, ii B. C.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἑταιρικός
-
42 ἑταιροσύνη
ἑταιρ-οσύνη.. ἡ,=ἑταιρεία, Paul.Al.D. 3.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἑταιροσύνη
-
43 ἑταῖρος
ἑταῖρ-ος, [dialect] Ep. and [dialect] Dor. also [full] ἕγᾰρος, Cleobul. ap. D.L.1.93, A.Pers. 988 (lyr.), ὁ:—A comrade, companion, in Hom. esp. of the followers of a chief, comrades-in-arms, Il.1.179, al.; messmate, 17.577 ; fellowslave, Od.14.407, al.: joined with ἀνήρ, 8.584, Hdt.5.95, Antipho 1.18 ; later, as a term of address,φίλ' ἑταῖρε Thgn.753
, cf. Pl.Grg. 482a ; ὦταῖρε Scol. ap. Ar.V. 1238, cf.Ev.Matt.20.13, al.: c. gen., δᾳιτὸς ἑταῖρε partner of my feast, h.Merc. 436 ; νυκτὸς ἑ. ib. 290 ; πόσιος καὶ βρώσιος ἑταῖροι messmates, Thgn.115 ;ἑ. ἐν πρήγματι Id.116
.2 metaph., of things, ἐσθλὸς ἑταῖρος, of a fair wind, Od.11.7, 12.149 ;φθόνος κενεοφρόνων ἑ. Pi.Fr. 212
;γέλως ἑ. ὕβρεων Plu.2.622b
: c. dat.,βίον..τὸν σοφοῖς ἕταρον AP7.470
(Mel.).3 pupil, disciple, e.g. of Socrates, X.Mem.2.8.1, al., cf. Arist.Pol. 1274a28 ;Λεύκιππος καὶ ὁ ἑ. αὐτοῦ Δημόκριτος Id.Metaph. 985b4
: pl., fellow-pupils, Poll.4.45.4 of political partisans (cf.ἑταιρεία 1.2
), Lys.12.43, Th.8.48 ; οἱ περὶ αὐτὸν ἑ. his club-mates, D.21.20.7 ἑταῖροι, οἱ, the guards, i.e. the cavalry of the Macedonian kings, Theopomp.Hist.217, Anaximen.Lamps. ap.Harp. s.v. πεζέταιρος, Arr.An.3.16.11, etc.; to be distinguished from the king's immediate retinue (cf. supr. 1), Theopomp. l.c., Arr. An.2.12.6, al.; of the Comites of the Roman Emperor, Βαρβίλλῳ τῷ ἐμῷ ἑτέρῳ (sic) PLond.1912.105 (Epist. Claudii), cf. SIG798.6 (Cyzicus, i A. D., pl.).8 as Adj., associate of,τὸ ἐπιθυμητικὸν ἡδονῶν ἑ. Pl.R. 439d
: [comp] Sup., τοῖς σεαυτοῦ ἑταιροτάτοις your closest companions, Id.Grg. 487d, cf. Phd. 89e, D.Chr.1.44 ; σαργῶν γένος πέτρῃσιν ἑ. constant to the rocks, Opp.H.4.267 : abs., of animals, gregarious, Id.C.2.325.II [full] ἑταίρα, [dialect] Ion. [full] ἑταίρη, [dialect] Ep. [full] ἑτάρη [pron. full] [ᾰ], ἡ, companion,Ἔρις..Ἄρεος..κασιγνήτη ἑτάρη τε Il.4.441
;Λάτω καὶ Νιόβα μάλα μὲν φίλαι ἦσαν ἔ. Sapph.31
, cf. 11 ;φύζα, φόβου κρυόεντος ἑ. Il.9.2
;φόρμιγξ.. ἣν ἄρα δαιτὶ θεοὶ ποίησαν ἑ. Od.17.271
, cf. h.Merc. 478 ;Νίκην, ἣ χορικῶν ἐστιν ἑ. Ar.Eq. 589
;μιμητικὴ..τῷ ἐν ἡμῖν ἑ. καὶ φίλη ἐστί Pl.R. 603b
; Ποσειδάωνος ἑ., of a submerged city, Call.Del. 101.2 courtesan, Hdt.2.134, Ar.Pl. 149, Ath.13.567a, 571d, etc.; opp. πόρνη (a common prostitute), Anaxil.22.1 ; opp. γαμετή, Philetaer.5 ; Ἀφροδίτη ἑ. Apollod.Hist.17.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἑταῖρος
-
44 μάχομαι
Grammatical information: v.Meaning: `do battle' (Il.).Other forms: ep. also μαχέομαι ( μαχειόμενος, μαχεούμενον metr. lengthening), aor. μαχέσ(σ)ασθαι (Il.), μαχήσασθαι (D. S., Paus.), μαχεσθῆναι (Plu., Paus.), fut. μαχήσομαι (ep. Ion.), μαχέσ(σ)ομαι (Ion. a. late), μαχέομαι (Β 366), μαχοῦμαι (Att.; μαχεῖται Υ 26), perf. μεμάχημαι (Att.),Compounds: Often with prefix, e.g. δια-, συν-, ἀπο- (on ἀμφι μάχομαι Bolling AmJPh 81, 77ff.). As s. member in synthetic paroxytona like μονο-μάχ-ος `battling alone' (A., E.), m. `gladiator' (Str.), with μονομαχ-έω, - ία etc., ναυ-μάχ-ος `battling on sea' (AP; but ναύ-μαχος from μάχη, s. below).Derivatives: μάχη `battle' (Il.; on the meaning etc. Porzig Satzinhalte 233, Trümpy Fachausdrücke 135 f.); as 2. member e.g. in ἄ-, πρό-, σύμ-, ναύ-, ἱππό-μαχος with derivv. like προμαχ-ίζω, συμμαχ-έω, ναυμαχ-έω, - ία. Derivv. 1. μαχη-τής m. `battler' (Hom., LXX), Dor. μαχατάς (P.; H. μαχάταρ ἀντίπαλος), Aeol. μαχαίτας (Alk. Z 27, 5; hyperaeol.?), also derived from μάχομαι; Trümpy 128. 2. μάχ-ιμος `warlike, soldier of an Egyptian tribe' (IA.; after ἄλκιμος, Arbenz 42) with μαχιμικός `after the μάχιμοι' (pap.). 3. Μαχάων m. PN (Aeol. ep.), Ion. - έων, with Dor. Μαχαν-ίδας (Fraenkel Nom. ag. 1, 207f., v. Wilamowitz Glaube 2, 228). -- From μάχομαι also μαχ-ήμων `martial' (Μ 247, AP) and μαχ-ητός `controllable' (μ 119; Ammann Μνήμης χάριν 1, 14), ἀ-, περι-μάχ-ητος (Att.), μαχ-ητικός `prepared to fight' (Pl., Arist.; Chantraine Études 137); cf. μαχ-ήσομαι, με-μάχ-ημαι and Fraenkel 2, 79. -- Can be connected both with the noun as with the verb: -μάχᾱς, e.g. ἀπειρο-μάχᾱς `unexperienced in battle' (Pi.), λεοντο-μάχᾱς `fighting with a lion' (Theoc.); cf. Schwyzer 451.Origin: PG [a word of Pre-Greek origin](X)Etymology: Beside the thematic root-present μάχομαι there is the isolated by-form μαχέομαι, prob. rather after μαχήσομαι (cf. below) than as denominative of μάχη (cf. Schwyzer 721 and Chantraine Gramm. hom. 1, 351). With μαχήσομαι: ἐμαχό-μην compare cases like ἀπ-εχθήσομαι: ἀπ-εχθόμην, μαθήσομαι: ἔμαθον, γενήσομαι: ἐγενόμην (Schwyzer 782). One is therefore prepared to see in ἐμαχόμην (to which μάχομαι was made) an original aorist, with which would agree, that the aorist in Hom. "auffallend selten gebraucht ist" (Trümpy Fachausdrücke 260 n. 333). When μαχεσθαι was reinterpreted as present a new aorist (after κοτέσσασθαι a. o.) μαχέσ-(σ)ασθαι would have arisen. After the type τελέσ(σ)αι: fut. τελῶ arose to μαχέσ(σ)ασθαι the new fut. μαχοῦμαι. -- In the field of fighting and battle old inherited expressions are hardly to be expected. The connection with a supposed Iran. PN * ha-mazan- prop. *"warrior" in Άμαζών (s. v.), with which also ἁμαζακάραν πολεμεῖν. Πέρσαι, ἁμαζανίδες αἱ μηλέαι H. is as original as uncertain. Within Greek it is formally possible, to connect μάχομαι with μάχαιρα and further with μῆχαρ, μηχανή (Fick BB 26, 230), which Chantr. rightly calls improbable; cf. esp. χειρο-μάχα f. (scil. ἑταιρεία) name of the workers party in Miletos after Plu. 2, 298 c; new attempt, to find a semantic basis for the connection in Trümpy 127 f. Diff. proposals in Bq and W.-Hofmann s. mactus, mactō. - The isolated root will rather be Pre-Greek.Page in Frisk: 2,187-188Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > μάχομαι
См. также в других словарях:
ἑταιρεία — ἑταιρείᾱ , ἑταιρεία association fem nom/voc/acc dual ἑταιρείᾱ , ἑταιρεία association fem nom/voc sg (attic doric aeolic) ἑταιρεί̱ᾱ , ἑταιρεῖος of fem nom/voc/acc dual ἑταιρεί̱ᾱ , ἑταιρεῖος of fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑταιρείᾳ — ἑταιρείᾱͅ , ἑταιρεία association fem dat sg (attic doric aeolic) ἑταιρεί̱ᾱͅ , ἑταιρεῖος of fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εταιρεία — (Νομ.). Σύμφωνα με τον ελληνικό Aστικό Kώδικα (Α.Κ.) είναι μια ιδιότυπη αμφοτεροβαρής σύμβαση, με την οποία δύο ή περισσότερα πρόσωπα αναλαμβάνουν μεταξύ τους την υποχρέωση να επιδιώξουν ένα κοινό σκοπό, καταβάλλοντας ίσες –αν δεν έχει οριστεί… … Dictionary of Greek
εταιρεία — η 1. ομάδα ανθρώπων που συνεργάζονται για τον ίδιο σκοπό: Εταιρεία Μακεδόνικων Σπουδών. 2. συνεταιρισμός προσώπων κερδοσκοπικού χαρακτήρα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Εταιρεία Ανατολικών Ινδιών — Εμπορική εταιρεία της Μεγάλης Βρετανίας στη διάρκεια της αποικιοκρατίας (17ος 19ος αι.). Ονομάστηκε έτσι σε αντιδιαστολή προς τις Δυτικές Ινδίες, όπως ονομάζονταν τότε οι βρετανικές κτήσεις στην Καραϊβική (Αμερική). H Ε.Α.Ι. ιδρύθηκε το 1600 από… … Dictionary of Greek
Παλαιστίνης, εταιρεία — Εταιρεία που ιδρύθηκε το 1882 στην Πετρούπολη από τον θείο του τελευταίου τσάρου Νικολάου B», μεγάλου δούκα Σεργίου. Σκοπός της Π.Ε., που το πλήρες όνομά της ήταν Αυτοκρατορική Ορθόδοξη Εταιρεία της Παλαιστίνης, ήταν: 1. Η υποστήριξη της… … Dictionary of Greek
Φιλεκπαιδευτική Εταιρεία — Εταιρεία που ιδρύθηκε το 1836 στην Αθήνα με πρωτοβουλία του διευθυντή του Διδασκαλείου Αθήνας και επιθεωρητή των σχολείων μέσης εκπαίδευσης Ιωάννη Κοκκώνη. Έχει ως κύριο σκοπό της τη μόρφωση των νεαρών Ελληνίδων, καθώς και την εκπαίδευση… … Dictionary of Greek
Εταιρεία Βυζαντινών Σπουδών — Ιδρύθηκε το 1918 με σκοπό να προωθήσει και να ενισχύσει τις βυζαντινές και μεσαιωνικές μελέτες με διαλέξεις και επιστημονικές ανακοινώσεις. Η Ε.Β.Σ. αποσκοπούσε επίσης να προκαλέσει το ενδιαφέρον του ελληνικού λαού σε ό,τι αφορά την ελληνική… … Dictionary of Greek
Εταιρεία του Ιησού — Βλ. λ. Ιησουίτες … Dictionary of Greek
Ινδιών, Εταιρεία των- — Κύριο όργανο του αγγλικού, του γαλλικού και του ολλανδικού αποικισμού στις Ινδίες κατά τον 17ο και τον 18ο αι. Οι πιο γνωστές για τον ρόλο που διαδραμάτισαν και για τη διάρκειά τους ήταν: η Αγγλική Εταιρεία των Ανατολικών Ινδιών, η Ολλανδική… … Dictionary of Greek
Φιλική Εταιρεία — Ελληνική μυστική οργάνωση πατριωτικού χαρακτήρα, που ιδρύθηκε το πρώτο δεκαπενθήμερο του 1814, με σκοπό την προετοιμασία και την πραγματοποίηση του απελευθερωτικού αγώνα των Ελλήνων εναντίον του οθωμανικού ζυγού. Η Φ.Ε. αποτέλεσε τον τελευταίο… … Dictionary of Greek