-
1 εστιατορία
ἑστιατορίᾱ, ἑστιατορίαallowance of food: fem nom /voc /acc dualἑστιατορίᾱ, ἑστιατορίαallowance of food: fem nom /voc sg (attic doric aeolic) -
2 ἑστιατορία
ἑστιατορίᾱ, ἑστιατορίαallowance of food: fem nom /voc /acc dualἑστιατορίᾱ, ἑστιατορίαallowance of food: fem nom /voc sg (attic doric aeolic) -
3 ἑστιᾱτορία
ἑστιᾱτορία, ἡ, = ἑστίασις, LXX.
-
4 εστιατόρια
-
5 ἑστιατόρια
-
6 ἑστιατορία
-ας ἡ N 1 0-2-0-2-0=4 2 Kgs 25,30(bis); DnLXX 5,1.23allowance of food 2 Kgs 25,30; feast DnLXX 5,1 -
7 ἑστιατορία
ἑστιᾱτ-ορία, ἡ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἑστιατορία
-
8 εστιατορίαν
-
9 ἑστιατορίαν
-
10 общественный
общественн||ыйприл в разн. знач. κοινωνικός:\общественныйое развитие ἡ κοινωνική ἐξέλιξη· \общественный строй τό κοινωνικό καθεστώς, τό κοινωνικό σύστημα· \общественныйые отношения οἱ κοινωνικές σχέσεις· \общественныйое производство ἡ κοινωνική παραγωγή· \общественныйая жизнь ἡ κοινωνική ζωή, ὁ κοινωνικός βίος' \общественныйое мнение ἡ κοινή γνώμη· \общественныйые организации οἱ κοινωνικές ὁργανώσεις· \общественныйая работа ἡ κοινωνική ἐργασία· \общественныйая собственность ἡ κοινωνική ἰδιοκτησία· \общественныйое имущество ἡ δημόσια περιουσία· \общественныйые доходы οἱ δημόσιες πρόσοδοι· \общественныйая обработка земли́ ἡ κοινή καλλιέργεια τής γής, ἡ συλλογική καλλιέργεια τής γής· \общественныйое землепользование ἡ κοινωνική γαιοχτησία· \общественныйое животноводство ἡ συλλογική (или κολεχτιβι-στική) κτηνοτροφία· на \общественныйых началах στή βάση ἐθελοντικής προσφορδς· ◊ \общественныйое порицание ἡ δημοσία μομφή, ἡ δημοσία κατάκριση· \общественный обвинитель ὁ δημόσιος κατήγορος· \общественныйое питание ἡ δημοσία σίτισις, ἡ δημοσία διατροφή, ἡ σίτισις στά ἐστιατόρια· \общественныйое положение ἡ κοινωνική θέση [-ις]· \общественныйые науки οἱ κοινωνικές ἐπιστήμες. -
11 питание
питаии||ес ἡ διατροφή, ἡ θρέψη [-ις] / ἡ τροφή (пища):искусственное \питание ἡ τεχ· νητή διατροφή· молочное \питание ἡ γαλακτο-φαγία, ἡ γαλακτοτροφία· усиленное \питаниеό ὑπερσιτισμός· общественное \питание τά ἱδρύματα δημοσίας σίτισης, τά ἐστιατόρια· проду́кты \питаниея τά είδη διατροφής. -
12 марка
марка 1-и θ.1. το ένσημο•почтовая марка το γραμματόσημο.
2. παλ. μάρκα, κέρμα ορισμένης αξίας (σε εστιατόρια, χαρτοπαικτικές λέσχες κ.τ.τ.).3. στάμπα, μάρκα εμπορεύματος.εκφρ.высокой (высшей, первой) -и – πρώτης κατηγορίας, μεγάλης ολκής•держать (выдерживать) -у – τηρώ, κρατώ το γόητρο•портить -у – προσβάλλω το γόητρο ή τη φήμη•под -ой – με το πρόσχημα.марка 2-и θ.το μάρκο, νομισμ. μονάδα,марка 3-и θ. παλ.1. αγροτική κοινότητα τον μεσαίωνα στη Δ. Ευρώπη.2. συνοριακός τομέας στη μεσαιωνική Γερμανία. -
13 питание
-я ουδ.1. διατροφή, θρέψιμο αίτηση.(κυρλξ. κ. μτφ.) τροφοδότηση.2. η τροφή•продукты -я τα εδώδιμα, τα φαγώσιμα•
молочное питание γαλακτοτροφία•
овощное питание λα-χανοφαγια, φυτοφαγία, -χορτοτροφια•
мясное -κρεατοφαγια.
3. (τεχ.) τροφοδοσία (σε ενεργεία, ύλη, υλικό).εκφρ.общественное – τα εστιατόρια. -
14 ἑστία
Grammatical information: f.Meaning: `hearth, fireplace, altar', metaph.. `house, family etc.' (Od.), also with beginning of a personification as goddess of the hearth (h. Hom., Hes. Th. 454 etc.); later identified with Lat. Vesta (Str.).Compounds: As 1. member e. g. in ἑστι-οῦχος `containing the hearth' = `domestic', `protecting the hearth' (trag. etc.); as 2. member in ἐφ-έστιος, Ion. ἐπ-ίστιος `on the hearth, belonging to...' (Β 125), ἀν-έστιος `without hearth' (Ι 63), συν-, ὁμ-έστιος etc.; on Att. - έστιος in Homer Wackernagel Unt. 9ff., Chantraine Gramm. hom. 1, 15; diff. Solmsen Wortforsch. 214.Derivatives: Ίστιήϊα n. pl. `monetary means of a `I.-temple' (Miletos Va); ἑστιῶτις `belonging to hearth (house)' (S. Tr. 954 [lyr.]; cf. Fraenkel Nom. ag. 2, 208 n. 2); Έστ-ιασταί m. pl. name of the der H.-adorers (Rhod.; cf. Άπολλων-ιασταί a. o.); ἕστιος `belonging to the hearth' (Hld., after ὁμέστιος a. o.). As translation of Lat. Vesta, Vestālēs Έστιαῖον `Vesta-temple' (D. C.), Έστιάδες pl. `Vestales' (D. H., Plu.). Normal denomin. ἑστιάω, ἱστιάω (augm. εἱσ- in εἱστίων [Lys.] etc.), also with prefix, e. g. συν-, `receive at the hearth, feed, receive as guest' (Ion.-Att. Dor.) with several derivv.: ἑστί-ασις, -ᾱμα, - ασμός `entertain', ἑστιάτωρ ( ἱστ-) `host', with ἑστιατόριον ( ἱστια-, ἱστιη-), also ἑστιατήριον (after the nouns in - ήριον) `dining-room' (cf. Benveniste Noms d'agent 34 and 48); ἑστιατορία ( ἱστ-) `feast'. - Also ἑστιόομαι (E. Ion 1464 [lyr.] δῶμα) `get a hearth, be settled'.Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]Etymology: As collective- or abstractformation in - ία (cf. esp. οἰκ-ία, κλισ-ία) ἑστία, from where secondarily ἱστία, - ίη through sound-reduction or assimilation (Schwyzer 256 and 531, Lejeune Traité de phon. 208; diff. Buck IF 25, 259 [after ἵστημι] and Solmsen l. c. [unaccented ἱ-]), presupposes a noun ἑστο-, -ᾱ v. t.. - For the etymology the question of the anlaut is decisive. Against the evidence for anlaut. Ϝ-, Ϝιστιαυ (PN, Mantineia IVa), γιστία ἐσχάρη (cod. - τη) H., which are doubted, there are dialect forms, where expected F fails; s. Solmsen Unt. 213ff. Therefore the old, still defended equation with Lat. Vesta is uncertain. Another explanation has not been found: to ἐσχάρα (Solmsen l.c.), Lat. sīdus (Ehrlich KZ 41, 289ff.), ἕζομαι (Bq; with ἱστία after ἵζω?), Slav. jestěja `hearth' (Machek Lingua posnan. 5, 59ff.). - See Bq and W.-Hofmann s. Vesta; also Schwyzer 58 and 227 w. n. 1, Scheller Oxytonierung 60, Fraenkel Gnomon 22, 237, Benveniste BSL 44, 53. On Έστία in gen. Nilsson Gr. Rel. 1, 337f., v. Wilamowitz Glaube 1, 156ff. - As the wau is improbable, the old etymology is prob. incorrect; also ε \> ι is unusual, unexpected, whereas ε\/ι in Pre-Greek is frequent; so there are two serious problems. The conclusion must be that the word is of Pre-Greek origin. Cf. Furnée, 358 A 2.Page in Frisk: 1,576-577Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ἑστία
См. также в других словарях:
ἑστιατορία — ἑστιατορίᾱ , ἑστιατορία allowance of food fem nom/voc/acc dual ἑστιατορίᾱ , ἑστιατορία allowance of food fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εστιατορία — ἑστιατορία, ἡ (Α) [εστιάτωρ] 1. επιχορήγηση τροφής 2. δειπνητήριο 3. γιορτή με ευωχία … Dictionary of Greek
ἑστιατόρια — ἑστιᾱτόρια , ἑστιατόριον neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑστιατορίαν — ἑστιατορίᾱν , ἑστιατορία allowance of food fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ελλάδα - Οικονομία (Νεότεροι χρόνοι) — Η ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΤΗΣ ΝΕΟΤΕΡΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ Η περίοδος 1830 1992 Η Επανάσταση του 1821 οδήγησε στην επίσημη ίδρυση του νεοελληνικού κράτους, το 1830, κατόπιν της επέμβασης των Προστάτιδων Δυνάμεων (Αγγλίας, Γαλλίας, Ρωσίας). Η χώρα τότε περιελάμβανε την… … Dictionary of Greek
Ταϊβάν — H Tαϊβάν χωρίζεται στα δυτικά από την Kίνα με το Στενό της Φορμόζας, και στα ανατολικά από το ιαπωνικό αρχιπέλαγος Pιουκιού με ένα άλλο μικρό θαλάσσιο βραχίονα.Tο έδαφος της Δημοκρατίας της Eθνικιστικής Kίνας η Tαϊβάν (Tα Tσουνγκ Xουά Mιν Kουό)… … Dictionary of Greek
αποβάθρα — Σανίδα ή σκάλα που ενώνει το πλοίο με την ξηρά και χρησιμεύει για την επιβίβαση ή την αποβίβαση των επιβατών. Υπάρχουν επίσης α. για τη φόρτωση ή την εκφόρτωση των εμπορευμάτων με τα αναγκαία ειδικά σύνεργα για εργασίες του είδους, καθώς και… … Dictionary of Greek
απόβαθρα — Σανίδα ή σκάλα που ενώνει το πλοίο με την ξηρά και χρησιμεύει για την επιβίβαση ή την αποβίβαση των επιβατών. Υπάρχουν επίσης α. για τη φόρτωση ή την εκφόρτωση των εμπορευμάτων με τα αναγκαία ειδικά σύνεργα για εργασίες του είδους, καθώς και… … Dictionary of Greek
αστυΐατρος — και αστίατρος, ο γιατρός υπεύθυνος για την τήρηση των όρων υγιεινής σε καταστήματα, εστιατόρια κ.λπ. [ΕΤΥΜΟΛ. < άστυ + ιατρός. Η λ. αστίατρος μαρτυρείται από το 1892 στην εφημερίδα Ακρόπολις, ενώ στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (αρχή εκδόσεως… … Dictionary of Greek
εξοχικός — ή, ό 1. αυτός που βρίσκεται στην εξοχή («εξοχικό σπίτι») 2. αυτός που γίνεται στην εξοχή («εξοχικό γλέντι») 3. το ουδ. ως ουσ. το εξοχικό α) σπίτι στην εξοχή (συνήθως δεύτερη κατοικία) β) φαγητό ή ποικιλία φαγητού που συνηθίζεται σε εστιατόρια… … Dictionary of Greek
εστιάτορας — ο (ΑΜ ἑστιάτωρ) [εστιώ] νεοελλ. ο ιδιοκτήτης εστιατορίου μσν. συνήθ. στον πληθ. οἱ ἑστιάτορες οι συνδαιτημόνες αρχ. 1. αυτός που παραθέτει γεύμα, που φιλεύει ή φιλοξενεί κάποιον, ο αμφιτρύωνας 2. συμποσιάρχης 3. ο καλεσμένος στην εστίαση, ο… … Dictionary of Greek