-
1 εστιατορίαν
-
2 ἑστιατορίαν
См. также в других словарях:
ἑστιατορίαν — ἑστιατορίᾱν , ἑστιατορία allowance of food fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 εστιατορίαν
2 ἑστιατορίαν
ἑστιατορίαν — ἑστιατορίᾱν , ἑστιατορία allowance of food fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)