-
1 ερκίον
-
2 ἑρκίον
-
3 ἑρκίον
-
4 ερκιον
-
5 ἑρκίον
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ἑρκίον
-
6 ἑρκίον
ἑρκίον, τό, Umhegung, Umzäunung -
7 ἑρκίον
ἑρκ-ίον, τό,A fence, enclosure,αὐλῆς Il.9.476
, Od.18.102 ;ἐξ ἑρκίων καὶ ἐξ οἰκίας ἐκπετόμενος Thphr.Sign.53
; later, dwelling, A.R.2.1073. -
8 κατ-ερέφω
κατ-ερέφω, bedachen, bedecken; τὰς σκηνὰς κλήμασιν Plut. Caes. 9; ἀλλήλους τοῖς ϑυρεοῖς Anton. 49. – Med. sich bedecken; aor. bei Ar. Vesp. 1254; κεράμῳ κατερέψεται ἑρκίον ἀνήρ Ap. Rh. 2, 1074.
-
9 ἀνα-κλίνω
ἀνα-κλίνω, an-, hinlegen, zurücklehnen, ποτὶ γαίῃ ἀγκλίνας Il. 4, 113; ποτὶ ἑρκίον αὐλῆς εἷσεν ἀνακλίνας Od. 18, 103; im pass., ἀνακλινϑείς, sich anlehnend, zurücksinkend, ἀν. πέσεν ὕπτιος Od. 9, 371; vom Rudernden, der sich anslämmend zurückbiegt, 13, 78; vom Schlafenden, zurückgelehnt, 18, 189; als Ggstz von ἐπιϑεῖναι, etwas Angelehntes zurücknehmen, öffnen, ϑύρην ἀγκλίνας Od. 22, 156; Her. 5, 16; ἠμὲν ἀνακλῖναι πυκινὸν νέφος ἠδ' ἐπιϑεῖναι Il. 5, 751, das Gewölk zurückschieben; ebenso λόχον, von der Thür des hölzernen Pferdes, Od. 11, 525; vgl. interprett. zu Ar. Eccl. 420; Plat. αὐγὴν ἀνακλίνειν Rep. VII, 540 a, den Strahl emporleuchten lassen. Bei Pol. 31, 4 die Plätze am Tische einnehmen lassen, discumbere facio; so ἀνακλιϑήσονται μετὰ Ἀβραάμ Matth. 8, 11.
-
10 ὑπερ-θρώσκω
ὑπερ-θρώσκω (s. ϑρώσκω), überspringen, darüber wegspringen; ἵπποι δὲ ῥέα τάφρον ὑπερϑορέονται, fut., Il. 8, 179; ὑπέρϑορον ἑρκίον αὐλῆς 9, 476; οὔτ' ἄρ' ὑπερϑορέειν σχεδόν 12, 53, u. öfter; τὸ ἕρκος ὑπερϑορέειν, οὐ δυνάμενον τὰς ϑύρας ἀνοῖξαι, ὑπερϑορόντα δέ Her. 6, 134; τοὺς ἀνϑρώπους 2, 66; ὑπερϑοροῦσα πεδίον Aesch. Ag. 288; ὑπερϑορὼν πύργον λέων, 801; κάπνον πόλεως τόνδ' ὑπερϑρώσκονϑ' ὁρῶ Eur. Hec. 823; ὑπὲρ ἕρκος Solon bei Dem. 19, 255.
-
11 ανακλινω
эп. тж. ἀγκλίνω (ῑ)1) прислонять, пригибать, приставлять(τινὰ ποτὴ ἑρκίον αὐλῆς Hom.)
ἀ. ἑαυτὸν ἐπὴ τὸ ἐναντίον Arst. — наклоняться против ветра2) pass. ложиться Polyb., NT.ἀνακλινθεὴς πέσεν ὕπτιος Hom. — он повалился навзничь;
ἀνακλίνεσθαι ἐπὴ τὰ εὐώνυμα Arst. — ложиться на левый бок3) отворять(θύρην Hom., Her.)
4) отодвигать(πυκινὸν νέφος Hom.)
5) устремлять вверх, поднимать(τέν τῆς ψυχῆς αὐγήν Plat.)
-
12 ερκία
-
13 ἑρκία
-
14 ερκίοις
-
15 ἑρκίοις
-
16 ερκίου
-
17 ἑρκίου
-
18 ερκίω
-
19 ἑρκίῳ
-
20 ερκίων
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ερκίον — ἑρκίον, τὸ (Α) [έρκος] 1. ο περίβολος, το περίφραγμα τής αυλής, αυλόγυρος, μάντρα, προστατευτικό έργο 2. η κατοικία … Dictionary of Greek
ἑρκίον — fence neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑρκία — ἑρκίον fence neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑρκίοις — ἑρκίον fence neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑρκίου — ἑρκίον fence neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑρκίῳ — ἑρκίον fence neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έρκος — ἕρκος, τὸ (AM) φραγμός μσν. κιγκλίδωμα στη βάση τής κλίμακας τού άμβωνα αρχ. 1. περίβολος, φράκτης κήπων ή αμπελώνων 2. ο αυλόγυρος* 3. η αυλή τού σπιτιού 4. το όστρακο που περικλείει την πίννα 5. τείχος για υπεράσπιση, προμαχώνας 6. το δίχτυ, ο… … Dictionary of Greek
ἑρκίων — ἕρκος fence neut gen pl (doric) ἑρκίον fence neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)