-
1 έρκειον
-
2 ἕρκειον
-
3 ερκείον
ἑρκεῖοςof: masc acc sgἑρκεῖοςof: neut nom /voc /acc sgἑρκεῖοςof: masc /fem acc sgἑρκεῖοςof: neut nom /voc /acc sg -
4 ἑρκεῖον
ἑρκεῖοςof: masc acc sgἑρκεῖοςof: neut nom /voc /acc sgἑρκεῖοςof: masc /fem acc sgἑρκεῖοςof: neut nom /voc /acc sg -
5 βηλός
βηλός, ὁ (βάω, βαίνω), Schwelle, Thürschwelle, Apollon. Lex. Homer. p. 51, 15 βηλός ὁ τῆς ϑύρας βαϑμός; Hom. dreimal, von Götterwohnungen, Iliad. 1, 591 ἤδη γάρ με καὶ ἄλλοτ' ἀλεξέμεναι μεμαῶτα ῥῖψε, ποδὸς τεταγών, ἀπὸ βηλοῦ ϑεσπεσίοιο, Woh nung des Zeus; 15, 23 ὃν δὲ λάβοιμι, ῥίπτασκον τεταγὼν ἀπὸ βηλοῠ, ὄφρ' ἂν ἵκηται γῆν ὀλιγηπελέων, Wohnung des Zeus; 23, 202 ϑέουσα δὲ Ἶρις ἐπέστη βηλῷ ἔπι λιϑέῳ, Wohnung des Zephyros. Der Grammatiker Krates hielt das Wort für chaldäisch, Scholl. Iliad. 1, 591 Κράτης δὲ περισπῶν τὴν πρώτην συλλαβὴν Χαλδαϊκὴν εἶναι τὴν λέξιν ἀποδίδωσιν. Vgl. Scholl. Iliad. 15, 23 und Sengebusch Homer. dis sert. 1 p. 60. Ueberhaupt gab das Wort zu vielen Erörterungen Anlaß: Scholl. Iliad. 1, 591 Παρμενίων δὲ ὁ γλωσσογράφος φησὶν Ἀχαιοὺς καὶ Δρύοπας καλεῖν τὸν οὐρανὸν βηλόν, und Ἀγαϑοκλῆς δὲ τὴν πάντων περιοχήν, καὶ βεβηκότας φέρειν τοὺς ἀπλανεῖς ἀστέρας. – Aeschyl. Choeph. 571 βαλὸν ἕρκειον πυλῶν, Königsburg des Aegisthos, vgl. Bekk. Anecd. 1 p. 224, 16 Βατήρ: – σημαίνει δὲ καὶ τὸν τῆς ϑύρας οὐδόν, ὃν Ὅμηρος βηλό ν, οἱ δὲ τραγικοὶ βαλόν. – Quint. Sm. 13, 483 βηλὸν ἀστερόεντα der Himmel.
-
6 ἀμείβω
ἀμείβω, wechseln, Hom. oft, in folgenden Formen: ἀμείβων Iliad. 11, 547, ἀμείβοντες 23, 712, ἄμειβεν 17, 192, ἄμειβον plur. 14, 381; – ἀμεἰβεται 15, 684. ἀμείβεο imperat. Od. 17, 393, ἀμείβεσϑον imper. Iliad. 23, 492, ἀμειβόμενος 3, 437 u. oft, - μένω Od. 3, 148, - μενοι Iliad. 9, 471, - μένη Od. 4, 234, - μεναι Iliad. 1, 604, ἠμείβετο 1, 292 u. oft, ἀμείβετο 3, 171 u. oft, ἀμειβόμεϑα impft. Od. 11, 225, ἠμείψατο Iliad. 23, 542, ἀμείψατο 4, 403, ἀμείψεται conj. Iliad. 9, 409 Od. 10, 328, ἀμείψασϑαι Od. 2, 83, ἀμειψάμενος 24, 285; – τεύχεα πρός τινα die Rüstung mit einem wechseln Il. 6, 235, vgl. 14. 381; ἔντε' ἄμειβεν, er wechselte die Waffen, 17, 192; ὀλίγον γόνυ γουνὸς ἀμείβων, Knie mit Knie wechselnd, langsam schreitend, 11, 547; οἱ ἀμείβοντες die sich gegen einander lehnenden Dachsparren 23, 712, wie Nonn. 11. 37, 588; Pind. ἵππους ἀντὶ δελφίνων, austauschend, P. 4, 17; von dem Wechsel eines Ortes, λόφον P. 5, 36, über den Hügel gehen; so bes. Tragg., π ορϑμόν Aesch. Pers. 59. βαλὸν ἕρκειον πυλῶν Ch. 564; στέγας, ἑστίαν, das Haus verlassen, Soph. Phil. 1246 ( Schol. καταλιπών) Trach. 655; κέλευϑον, πόρον, Eur. Or. 1294 Iph. A. 144; Τμῶλον, nach d. Tmolus gehn, Bacch. 65; δώματα El. 750; κλίμακος βάϑρα, hinaufsteigen, Phoen. 1186. Auch in Prosa, ϑύρας ἀμεῖψαι, in die Thür hineingehen, Her. 4, 72; χώραν Plat. Parm. 138 d; πόλιν ἐκ πόλεως, von Stadt zu Stadt gehen, Soph. 224 b; γῆν Luc. Gymn. 18; öfter so in Anthol.; auch = verwandeln, χρῶτα βαφῇ Aesch. Pers. 309; μορφὴν ἐκ ϑεοῦ βροτησίαν, seine Gestalt aus der eines Gottes in die menschliche verwandeln, Eur. Bacch. 4; καινὸν ἐκ καινῶν Or. 1503; τὸν πόσιν ἀντὶ τῆς ψυχῆς Alc. 463, d. i. mit dem Leben loskaufen; πέπλους αντὶ στολῆς Hel. 1398; auch der bloße gen., πέπλους μέλανας λευκῶν 1293; Ibyc. 51 τιμὰν πρὸς ἀνϑρώπων ἀμείψω, Ehre eintauschen; χάριν τροφᾶς ἀμεῖψαι, Dank abstatten für die Erziehung, Aesch. Ag. 711; auch παλίμποινα ἀμ., vergelten, Ch. 782; ἐν ἀμείβοντι = ἀμοιβαδίς, Pind. N. l 1, 42. – Häufiger im med.; für den aor. med. tritt auch der aor. pass. ein, Pind. P. 4, 102; aber ἀμειφϑεῖσαι κέλευϑ οι Parm. 9 (IX, 304) sind verwechselte Wege; vgl. ἀπαμείβομαι; für sich eintauschen, vertauschen, abwechseln, Soph. Trach. 737 λῴους φρένας τῶν νῦν παρουσῶν τῶνδ' ἀμείψασϑαί ποϑεν, die jetzige Gesinnung mit einer besseren vertauschen; Hom. Iliad. 9, 471 οἱ μὲν ἀμειβόμενοι φυλακὰς ἔχον; Od. 1, 875. 2, 140 ἀμειβόμενοι κατὰ οἴκους; – von einem Tänzerpaare Od. 8, 379 ὠρχείσϑην ταρφέ' ἀμειβομένω; Iliad. 1, 604 φόρμιγγος, ἣν ἔχ' Ἀπόλλων, μουσάων ϑ', αἳ ἄειδον ἀμειβόμεναι ὀπὶ καλῇ, vgl. Od. 24, 80; – bes. 1) antworten, τὸν δ'Ἑλένη μύϑοισιν ἀμείβετο Il. 3, 171, u. häufig ἀμειβόμενος προσέειπε, προσηύδα, τὸν δ' ἠμείβετο; χαλεποῖσιν ἀμειβομένω ἐπέεσσιν Od. 3, 148; so Tragg., ἔπος πρὸς ἔπος Aesch. Eum. 556, ξένους ἔπη Suppl. 192, πρὸς ταῦτα 246; Soph. Phil. 378; ἕν μ' ἄμειψαι O. C. 995; μῦϑον ἀμείβεσϑαι Eur. Suppl. 478, πρῶτα σὲ πρὸς τὰ πρῶτ' ἀμείψομαι 517, ἄνδρα λόγοις Rhes. 639, πρὸς ταῦτα λόγῳ Troad. 903; Her. theils ebenso 1, 35, ταῠτα τοὺς φίλους ἠμείψατο 2, 173, theils τινὰ τοῖςδε, mit solchen Worten, 1, 120. 2, 173 u. sonst; auch Plut. u. Luc. – 2) den Ort vertauschen: ψυχή, ἐπεὶ ἄρ κεν ἀμείψεται ἕρκος ὀδόντων, sobald die Seele den Zaun der Zähne überschritten hat, Iliad. 9, 409; Od. 10, 328 οὐδὲ γὰρ οὐδέ τις ἄλλος ἀνὴρ τάδε φάρμακ' ἀνέτλη, ὅς κε πίῃ καὶ πρῶτον ἀμείψεται ἕρκος ὀδόντων, entweder conj. conditional. statt des optat. iterativ., oder ἀνέτλη in Präsensbdtg, wie der aor. oft, = pflegt zu ertragen; – Tragg. τόπον, πέδον, πρόϑυρα, hineingehen, Aesch. Suppl. 229 Spt. 286 Ch. 859; ὅταν δι' ἐχϑρᾶς ποὺς ἀμείβηται χϑονός Phoen. 278; πύλας Alc. 755; Pind. χϑόνα P. 4, 226; ἄλλην ἐξ ἄλλης πόλιν πόλεως, von einer Stadt zur andern gehen, Plat. Apol. 37 d; ὑπὲρ ϑύρας οὐδὸν ἀμ., über die Schwelle ins Haus gehen, Theocr. 2, 104; οὐρανοῦ γῆν ἀμειψαμένη Plut. de exil. a. E. – 3) δώροις ἀμ., Gabe mit Gabe erwiedern, Od. 24, 285; dah. übh. vergelten, χάριν Soph. El. 132; Dank erwidern, εὐεργέταν Pind. I. 1, 53; ζημίαν κέρδη πον ηρὰ ἠμείψαντο, sie gaben ihm schlechten Lohn, Eur. Cycl. 311; εἰ δ' ἀμείψεται φόνον δικάζων φόνος El. 1093; χάριν φιλότητος Soph. El. 134; εὐεργεσίας ἀξίαις χάρισιν Xen. Mem. 4, 3, 15; τινὰ χρηστοῖ. σιν ἔργοις Her. I, 97 vgl. 2, 41; τοῖς ὁμοίοις ἀμειβόμενοι Dem. 20, 6; σὲ δὲ ϑεοὶ ἀμείψαιντο, die Götter mögen Dir vergelten, Hel.; ἀμείψομαί σε τῆςδε τῆς δικαιοσύνης Luc. Somn. 15; τινὰ δικαίᾳ ἀμοιβῇ Asin. 27.
-
7 βωμός
βωμός (-ός, -οῖο, -ῷ, -όν; -ῶν, -οῖς, -ούς)1 altar τύμβον ἀμφίπολον ἔχων πολυξενωτάτῳ παρὰ βωμῷ (sc. Πέλοψ. i. e. the altar of Zeus at Olympia) O. 1.93 πατρὶ μὲν βωμῶν ἁγισθέντων (sc. Ζηνί. at Olympia) O. 3.19 βωμοὺς ἓξ διδύμους ἐγέραρεν (sc. Ψαῦμις) ἑορταῖς θεῶν μεγίσταις ὑπὸ βουθυσίαις ἀέθλων τε πεμπαμέροις ἁμίλλαις at Olympia O. 5.5 εἰ δ' εἴη μὲν Ὀλυμπιονίκας βωμῷ τε μαντείῳ ταμίας Διὸς ἐν Πίσᾳ (the Iamidai were hereditary priests of the oracle of Olympian Zeus: δἰ ἐμπύρων ἐν Ἤλιδι Ἰαμίδαι ἐμαντεύοντο. Σ.) O. 6.5 cf. Ζηνὸς ἐπ' ἀκροτάτῳ βωμῷ τότ αὖ χρηστήριον θέσθαι κέλευσεν (sc. Ἴαμον Ἀπόλλων) O. 6.70 ὡς ἂν θεᾷ πρῶτοι κτίσαιεν βωμὸν ἐναργέα i. e. to Athene in Rhodes O. 7.42 Αἶαν, τεόν τἐν δαιτί, Ἰλιάδα, νικῶν ἐπεστεφάνωσε βωμόν at Opous O. 9.112 Διός, ὃν ἀρχαίῳ σάματι πὰρ Πέλοπος βωμῳἑξάριθμον ἐκτίσσατο (βωμῷ, -ῶν codd. contra metr.) O. 10.25τὸν εἶδον κρατέοντα χερὸς ἀλκᾷ βώμὸν παρ' Ὀλύμπιον O. 10.101
ἀνὰ βωμῷ θεᾶς κοιμάξατο (of Athene at Korinth: a ref. to ἐγκοίμησις) O. 13.75 κελήσατό μιν θέμεν Ἱππίᾳ βωμὸν εὐθὺς Ἀθάνᾳ at Korinth O. 13.82 μαρτυρήσει Λυκαίου βωμὸς ἄναξ the altar of Zeus on Mt. Lykaion O. 13.108 ἀγέλα ταύρων ὑπᾶρχεν καὶ νεόκτιστον λίθων βωμοῖο θέναρ an altar to Poseidon on the Black Sea P. 4.206 πὰρ βωμὸν πατέρος Ἑλλανίου στάντες (sc. Αἰακίδαι at Aigina) N. 5.10 τῷ μὲν (sc. Ἡρακλεῖ) Ἀλεκτρᾶν ὕπερθεν δαῖτα πορσύνοντες ἀστοὶ καὶ νεόδματα στεφανώματα βωμῶν αὔξομεν ἔμπυρα χαλκοαρᾶν ὀκτὼ θανόντων (the altar to the eight children of Herakles by Megara. v. νεόδματος) I. 4.62 ]καὶ θυοε[ντα ] βωμὸν[ Pae. 3.9
γέρονθ' ὅτι Πρίαμον πρὸς ἑρκεῖον ἤναρε βωμὸν ἐπενθορόντα (= Διὸς ἑρκείου βωμόν) Πα.. 11. βω[μο (supp. Zuntz) Πα. 13. 1. θεῶν ἐπὶ βωμοῖς (haec verba praebet Plutarchi citatio, consol. ad Apoll. 35; desunt in Π.) Θρ.. 1. ζαθέας Πάρου ἐν γυάλοις ἕσσατο (sc. Ἡρακλέης) ἄνακτι βωμὸν πατρί τε Κρονίῳ fr. 140a. 64 (38). ] ωβωμ[ P. Oxy. 2442. fr. 104. -
8 ἐναίρω
1 slay κάπρους τ' ἔναιρε (sc. Ἀχιλλεύς) N. 3.47 ἐπεὶ ἐν χαλκέοις ὅπλοις Τηλεβόας ἔνᾰρεν (sc. Ἀμφιτρύων) N. 10.15 γέρονθ' ὅτι Πρίαμον πρὸς ἑρκεῖον ἤνᾰρε βωμὸν ἐπενθορόντα (sc. Νεοπτόλεμος) Pae. 6.114 -
9 ἐπενθρῴσκω
1 leap uponγέρονθ' ὅτι Πρίαμον πρὸς ἑρκεῖον ἤναρε βωμὸν ἐ[πεν]θορόντα Pae. 6.115
-
10 ἑρκεῖος
1 of Zeus Herkeios, of the householdπρὸς ἑρκεῖον βωμόν Pae. 6.114
-
11 ὅτι
a causal conj., because c. ind.ἔχει δ' ἀπάλαμον βίον, ἀθάνατους ὅτι κλέψαις ἁλίκεσσι συμπόταις νέκταρ ἀμβροσίαν τε δῶκεν O. 1.60
κῦδος εὐίππων διδόντων Τυνδαριδᾶν, ὅτι πλείσταισι αὐτοὺς ἐποίχονται τραπέζαις O. 3.40
καλέσαντο συνεργὸν τείχεος, ἦν ὅτι νιν πεπρωμένον O. 8.33
δάμασε καὶ κείνους, ὅτι πρόσθε ποτὲ Τιρύνθιον ἔπερσαν αὐτῷ στρατόν O. 10.31
αἱ δύο δ' ἀμπλακίαι φερέπονοι τελέθοντι· τὸ μὲν ἥρως ὅτι ἐπέμειξε, ὅτι τε ἐπειρᾶτο ( ὅτι Hermann: ὅτι τ codd.) P. 2.31ὁ δὲ Ῥαδάμανθυς εὖ πέπραγεν, ὅτι φρενῶν ἔλαχε καρπὸν ἀμώμητον P. 2.73
τὸ μέν, ὅτι βασιλεὺς ἐσσὶ μάκαρ δὲ καὶ νῦν, ὅτι εὖχος ἑλὼν δέδεξαι τόνδε κῶμον ἀνέρων P. 5.15
—20. ῥαίνω δὲ καὶ ὕμνῳ, γείτων ὅτι μοι καὶ κτεάνων φύλαξ ἐμῶν ὑπάντασεν P. 8.58ἀδελφεοῖσί τ' ἐπαινήσομεν ἐσλοῖς, ὅτι ὑψοῦ φέροντι νόμον Θεσσαλῶν αὔξοντες P. 10.69
χαίρω δ' ὅτι ἐσλοῖσι μάρναται πέρι πᾶσα πόλις N. 5.46
μή νυν, ὅτι φθονεραὶ θνατῶν φρένας ἀμφικρέμανται ἐλπίδες, μήτ' ἀρετάν ποτε σιγάτω πατρῴαν I. 2.43
ὁ δ' ἀθανάτων μὴ θρασσέτω φθόνος, ὅτι τερπνὸν ἐφάμερον διώκων ἕκαλος ἔπειμι γῆρας ἔς τε τὸν μόρσιμον αἰῶνα I. 7.40
καὶ Νεμέᾳ ἀέθλων ὅτι κράτος ἐξεῦρε I. 8.5
ἀλλὰ παρθένοι γάρ, ἴσθ' ὅτ[ι], Μοῖσαι, πάντα, τοῦτον ἔσχετε τεθμόν, κλῦτε νῦν (supp. Jurenka) Πα... γέ[ρον]θ' ὅ[τι] Πρίαμον πρὸς ἑρκεῖον ἤναρε βωμὸν ἐπενθορόντα (supp. Turyn)Πα.. 113. ἔκρυψαν τὸ πάντων ἔργων ἱερώτ[ατον], γλυκείας ὀπὸς ἀγασθέντες ὅτι ξένοι ἔφθινον Pae. 8.76
b introducing indir. statement, that c. ind.ἔννεπε κρυφᾷ τις ὕδατος ὅτι τε πυρὶ ζέοισαν εἰς ἀκμὰν μαχαίρᾳ τάμον κατὰ μέλη τραπέζαισι τ' διεδάσαντο καὶ φάγον O. 1.48
εἰ δέ τις οἶδεν τὸ μέλλον, ὅτι θανόντων μὲν ἐνθάδ' αὐτίκ ἀπάλαμνοι φρένες ποινὰς ἔτεισαν τὰ δ ἐν τᾷδε Διὸς ἀρχᾷ ἀλιτρὰ κατὰ γᾶς δικάζει τις O. 2.57
ὄφρ' υἱὸν εἴπῃς ὅτιοἱ νέαν ἐστεφάνωσε κυδίμων ἀέθλων πτεροῖσι χαίταν O. 14.22
εὖ οἶδ' ὅτι Χρόνος ἕρπων πεπρωμέναν τελέσει N. 4.43
στεῖχ' ἀπ Αἰγίνασδιαγγέλλοισ ὅτι Λάμπωνος υἱὸς Πυθέας εὐρυσθενὴς νίκη Νεμείοις παγκρατίου στέφανον N. 5.3
μνάσθηθ' ὅτι τοι ἕσσατο ἄνακτι βωμὸν fr. 140. 62 (36).c frag., dub. ]ἔμαθον δ' ὅτι μοῖραν[ Πα. 13. c. 5. [ ὅτι πεδαθέντα (codd.: ὅτι del. Hermann) Θρ. 3. 10.] -
12 Πρίαμος
Πρῐᾰμος king of Troy, killed by Neoptolemos.1Πριάμοιο πόλιν πέρσεν P. 1.54
Δαρδανίδα κόραν Πριάμου Κασσάνδραν P. 11.19
Πριάμου πόλιν Νεοπτόλεμος ἐπεὶ πράθεν N. 7.35
γέ[ρον]θ' ὅ[τι] Πρίαμον πρὸς ἑρκεῖον ἤναρε βωμὸν ἐπενθορόντα (sc. Νεπτόλεμος) Pae. 6.113 -
13 πρός
1 prep. c. acc.a to, towardπρὸς ἐσχατιὰν Θήρων ἀρεταῖσιν ἱκάνων ἅπτεται Ἡρακλέος σταλᾶν O. 3.43
πρὸς Πιτάναν δεῖ σάμερον ἐλθεῖν O. 6.28
κοίλαν πρὸς ἄγυιαν θνᾳσκόντων (v. l. ἐς) O. 9.34 “ Νείλοιο πρὸς πῖον τέμενος Κρονίδα” P. 4.56 “ ἐλθόντας πρὸς Αἰήτα θαλάμους” P. 4.160ἔβαν Ἴρασα πρὸς πόλιν P. 9.106
ὅσαις δὲ βροτὸν ἔθνος ἀγλαίαις ἁπτόμεσθα, περαίνει πρὸς ἔσχατον πλόον P. 10.28
θυμέ, τίνα πρὸς ἀλλοδαπὰν ἄκραν ἐμὸν πλόον παραμείβεαι N. 3.26
κατέδρακεν Ἡρακλέος ὀλβίαν πρὸς αὐλάν N. 4.24
βουβόται τόθι πρῶνες ἔξοχοι κατάκεινται πρὸς Ἰόνιον πόρον N. 4.53
Γαδείρων τὸ πρὸς ζόφον οὐ περατόν lying to the west N. 4.69 ἀνὰ δ' ἱστία τεῖνον πρὸς ζυγὸν καρχασίου up to N. 5.51πρὸς ἄκρον ἀρετᾶς ἦλθον N. 6.23
πρὸς Ἴλου πόλιν N. 7.30
ᾤχετο δὲ πρὸς θεόν N. 7.40
( ἀρετά)ἀερθεῖσ' πρὸς ὑγρὸν αἰθέρα N. 8.41
ἀλλ' ἐπέρα ποτὶ μὲν Φᾶσιν θερείαις, ἐν δὲ χειμῶνι πλέων Νείλου πρὸς ἀκτάν I. 2.42
πάντες ἴσᾳ νέομεν ψευδῆ πρὸς ἀκτάν fr. 124. 7. πρὸς Ὄλυμπον Θρ. 7. 15. irregular position:πρὸς δ' ἑταῖροι καρτερὸν ἄνδρα φίλας ὤρεγον χεῖρας P. 4.239
b againstIγέρονθ ὅτι Πρίαμον πρὸς ἑρκεῖον ἤναρε βωμὸν ἐπενθορόντα Pae. 6.114
τέλος δ ἀείραις πρὸς στιβαρὰς ἐπάραξε πλευράς fr. 111. 4. “ δοιὰ βοῶν θερμὰ πρὸς ἀνθρακιὰν στέψαν” (Schr.: δ' εἰς codd., valde corrupti) fr. 168. 2.II in opposition, answer to: againstἄκραντα γαρύετον Διὸς πρὸς ὄρνιχα θεῖον O. 2.88
χλιδῶσα δὲ μολπὰ πρὸς κάλαμον ἀντιάξει μελέων O. 10.84
χρὴ δὲ πρὸς θεὸν οὐκ ἐρίζειν P. 2.88
μὴ πρὸς ἅπαντας ἀναρρῆξαι τὸν ἀχρεῖον λόγον fr. 180. 1.c towards (the time of), aboutπρὸς εὐάνθεμον δ' ὅτε φυὰν O. 1.67
τὸν δὲ σύγκοιτον γλυκὺν παῦρον ἐπὶ γλεφάροις ὕπνον ἀναλίσκοισα ῥέποντα πρὸς ἀῶ P. 9.25
τελέθει πρὸς γῆρας αἰὼν ἡμέρα N. 9.44
d of mental direction, toπρὸς ἡσυχίαν φιλόπολιν τετραμμένον O. 4.16
ὄφρα ἵκωμαι πρὸς ἀνδρῶν καὶ γένος O. 6.24
“ τραχεῖαν ἑρπόντων πρὸς ἔπιβδαν” P. 4.140θυμὸν ἐκδόσθαι πρὸς ἥβαν P. 4.295
πρὸς εὐφροσύναν τρέψαι γλυκεῖαν ἦτορ I. 3.10
πτάμεναι νοήματι πρὸς Ἀφροδίταν (Wil.: ποτ τὰν codd.) fr. 122. 5.e with a view to, with the object ofἀμφ' ἀρεταῖσι πόνος δαπάνα τε μάρναται πρὸς ἔργον κινδύνῳ κεκαλυμμένον O. 5.15
ἄνεται δὲ πρὸς χάριν εὐσεβίας ἀνδρῶν λιταῖς O. 8.8
ἐρεθίζομαι πρὸς ἀυτὰ[ν] I am provoked to song fr. 140b. 14.f in respect of, inὕπατος ἀμφὶ τοκεῦσιν ἔμμεν πρὸς ἀρετάν P. 6.42
ἀγαπατὰ δὲ καιροῦ μὴ πλαναθέντα πρὸς ἔργον ἕκαστον τῶν ἀρειόνων ἐρώτων ἐπικρατεῖν δύνασθαι N. 8.4
g by reference to, according toτῶν νῦν δὲ καὶ Θρασύβουλος πατρῴαν μάλιστα πρὸς στάθμαν ἔβα P. 6.45
2 c. gen. a. of pers., at the hands of, from, byχρὴ πρὸς μακάρων τυγχάνοντ' εὖ πασχέμεν P. 3.103
δυσθρόου φωνᾶς ἀνακρινόμενον ποινὰ τίς ἔσται πρὸς θεῶν P. 4.63
ἀπαθὴς δ' αὐτὸς πρὸς ἀστῶν P. 4.297
ἴστω λαχὼν πρὸς δαιμόνων θαυμαστὸν ὄλβον N. 9.45
καὶ Κλεωναίων πρὸς ἀνδρῶν τετράκις N. 10.42
τετίματαί τε πρὸς ἀθανάτων φίλος I. 4.59
πρὸς δ' Ἀφροδίτας ἀτιμασθεὶς fr. 123. 6. ἥροες ἁγνοὶ πρὸς ἀνθρώπων καλέονται fr. 133. 6.b in the eyes ofὁ γὰρ καιρὸς πρὸς ἀνθρώπων βραχὺ μέτρον ἔχει P. 4.286
c by in prayers, invocations.πρὸς Ὀλυμπίου Διός σε, χρυσέα κλυτόμαντι Πυθοῖ, λίσσομαι με δέξαι Pae. 6.1
ἀλλά σε πρὸς Διός, ἱπποσόα θοάς, ἱκετεύω Pae. 9.7
d under the force of, in the face ofπένθος δὲ πίτνει βαρὺ κρεσσόνων πρὸς ἀγαθῶν O. 2.24
e from τᾶς δὲ Θεοξένου ἀκτῖνας πρὸς ὄσσων μαρμαρυζοίσας δρακείς (Kaibel: ἀκτῖνας ὄσσων, ἀκτῖνας προσώπων codd.) fr. 123. 2.3 c. dat., on atἀψευδεῖ δὲ πρὸς ἄκμονι χάλκευε γλῶσσαν P. 1.86
[ πρὸς τέρμασιν (coni. Boeckh: ἐν codd.) P. 9.114] ἐσχατιαῖς ἤδη πρὸς ὄλβου βάλλετ' ἄγκυραν (v. l. ἐσχατιὰς) I. 6.124 in tmesis. πρὸς ὄμμα βαλὼν χερὶ[ (v. προσβάλλω) Pae. 15.6 -
14 βηλός
βηλός, Schwelle, Türschwelle; von Götterwohnungen; ἀπὸ βηλοῦ ϑεσπεσίοιο, Wohnung des Zeus; βαλὸν ἕρκειον πυλῶν, Königsburg des Aegisthos; βηλὸν ἀστερόεντα der Himmel
См. также в других словарях:
ἑρκεῖον — ἑρκεῖος of masc acc sg ἑρκεῖος of neut nom/voc/acc sg ἑρκεῖος of masc/fem acc sg ἑρκεῖος of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἕρκειον — ἕρκειος masc/fem acc sg ἕρκειος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)