Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ἑπτάκι(ς

См. также в других словарях:

  • επτάκι(ς) — ἑπτάκις (AM) (Α και ἑπτάκι) επίρρ. 1. επτά φορές 2. για να δηλωθεί άπειρος αριθμός, τελειότητα, πληρότητα κ.λπ. («ἁμαρτωλός οὐχ ἑπτάκις μόνον ἀλλὰ καὶ ἑβδομηκοντάκις ἑπτὰ συγχωρούμενος», Γρηγ. Ναζ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επτά + κις*] …   Dictionary of Greek

  • ἑπτάκι — ἑπτάκις seven times poetic indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»