-
1 επταβόειος
-
2 ἑπταβόειος
-
3 επταβοειος
-
4 ἑπταβόειος
ἑπτᾰ-βόειος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἑπταβόειος
-
5 ἑπταβόειος
ἑπτα-βόειος ( βοείη): of seven folds of hide; σάκος, Il. 7.220 ff. (Il.)A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ἑπταβόειος
-
6 ἑπταβόειος
ἑπτα-βόειος, u. ἑπτά-βοιος, aus sieben (über einander gelegten) Rindshäuten bestehend, σάκος, der siebenhäutige Schild des Ajas Telamonius; komisch ϑυμοὶ ἑπταβόειοι, fest, unerschütterlich -
7 επταβοιος
-
8 επταβόειον
ἑπταβόειοςof seven bulls'-hides: masc /fem acc sgἑπταβόειοςof seven bulls'-hides: neut nom /voc /acc sg -
9 ἑπταβόειον
ἑπταβόειοςof seven bulls'-hides: masc /fem acc sgἑπταβόειοςof seven bulls'-hides: neut nom /voc /acc sg -
10 επταβοείου
-
11 ἑπταβοείου
-
12 επταβοείους
-
13 ἑπταβοείους
-
14 ἑπτάβυρσος
ἑπτᾰ-βυρσος, ον,A gloss on ἑπταβόειος, Apollon.Lex., Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἑπτάβυρσος
-
15 ἑπτάπτυχος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἑπτάπτυχος
-
16 Hide
v. trans.P. and V. κρύπτειν, ἀποκρύπτειν, συγκρύπτειν, ἐπικρύπτεσθαι, κλέπτειν, Ar. and V. καλύπτειν, V. στέγειν, συγκαλύπτειν (rare P.), κεύθειν, ἐκκλέπτειν, ἀμπέχειν (rare P.), ἀμπίσχειν, συναμπέχειν, P. κατακρύπτειν, ἐπικαλύπτειν, ἐπηλυγάζεσθαι.Easy to hide, adj.: V. εὔκρυπτος.Hide oneself: Ar. and P. ἀποκρύπτεσθαι (pass.).Help in hiding: V. συνεκκλέπτειν (acc.).V. intrans. Be in hiding: P. and V. κρύπτεσθαι (pass.).Hide under the bed: P. ὑποδύεσθαι ὑπὸ κλίνην.——————subs.Skin: P. and V. δορά, ἡ (Plat.), δέρμα, τό, βύρσα, ἡ, V. δέρος, τό, δέρας, τό, ῥινός, ἡ (Eur., Rhes.).Undressed hides: P. δέρρεις, αἱ.Dressed hides: P. and V. διφθέραι, αἱ (Eur., frag.).Shield of hide: Ar. ῥινός, ἡ.Cover with hides: P. καταβυρσοῦν (acc.).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Hide
См. также в других словарях:
επταβόειος — ἑπταβόειος, ον (Α) 1. ο καλυμμένος με επτά επάλληλα βοδινά δέρματα («σάκος... ἑπταβόειον» ασπίδα χάλκινη ή ξύλινη ντυμένη με επτά δέρματα, Ομ. Ιλ.) 2. μτφ. κωμικά («θυμοὶ ἑπταβόειοι» θυμοί όσο επτά βοδιών μαζί, Αριστοφ.) … Dictionary of Greek
ἑπταβόειος — of seven bulls hides masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑπταβόειον — ἑπταβόειος of seven bulls hides masc/fem acc sg ἑπταβόειος of seven bulls hides neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑπταβοείου — ἑπταβόειος of seven bulls hides masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑπταβοείους — ἑπταβόειος of seven bulls hides masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αργιβόειος — ἀργιβόειος, η (Α) αυτή που τρέφει λευκά βόδια (επίθ. της Εύβοιας). [ΕΤΥΜΟΛ. < αργι * + βόειος < βους (πρβλ. επταβόειος, τετραβόειος κ.ά.)] … Dictionary of Greek
επτάβοιος — ἑπτάβοιος, ον (Α) επταβόειος* («ἑπτάβοιον ἄρρηκτον σάκος», Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επτά + * βο(F)ιος (πρβλ. σανσκρ. gavya «βούτυρο». Παλαιότερος τ. τού επιθέτου βόειος (< βους). Απαντά μόνον εν συνθέσει (πρβλ. εννεά βοιος, εκατόμ βοιος)] … Dictionary of Greek
επτάβυρσος — ἑπτάβυρσος, ον (Α) επταβόειος … Dictionary of Greek
ԵՕԹՆԿԱՇԵԱՆ — ( ) NBH 1 0708 Chronological Sequence: 10c ա. ἐπταβόειος septem bubulis pellibus factus Կազմեալ յեօթն կաշւոյ, կամ ի մորթոյ արջառոց. *Տեսեալ զվահանն էանդայ զեօթնկաշեանն՝ ոչ կարի մեծ, որպէս գրեաց հոմերոս. Պտմ. աղեքս … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)