-
1 εορταστική
-
2 ἑορταστικῇ
-
3 εορταστική
-
4 ἑορταστική
-
5 шествие
шествиес ἡ πομπή, ἡ πορεία:праздничное \шествие ἡ ἐορταστική παρέλαση· факельное \шествие ἡ λαμπαδηφορία· триумфальное \шествие ἡ θριαμβική πορεία· погребальное \шествие ἡ νεκρώσιμος ἀκολουθία, ἡ ἐπικήδειος πομπή. -
6 εορταστικός
η, ό[ν] праздничный;εορταστική όψις της πδλεως — праздничный вид города
-
7 pantomime
1. noun1) (a play performed at Christmas time, usually based on a popular fairy tale, with music, dancing, comedy etc.) θεατρική εορταστική παράσταση2) ((also mime) a performance by an actor done without using words: He studied pantomime in acting school.) παντομίμα2. verb(to act out a scene without using words: Since she couldn't speak French, she had to pantomime her request for water.) κάνω παντομίμα
См. также в других словарях:
ἑορταστικῇ — ἑορταστικός fit for a festival fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑορταστική — ἑορταστικός fit for a festival fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καρναβάλι — Εορταστική περίοδος της Αποκριάς με παραδοσιακές εκδηλώσεις, όπου κυριαρχούν οι μεταμφιέσεις (μασκαρέματα). Η λέξη, όπως προκύπτει από την πιθανή ετυμολογία της (ιταλ. carne = κρέας + vale = χαίρε), σημαίνει αποχή από το κρέας. Το κ. τοποθετείται … Dictionary of Greek
Ιράν — Επίσημη ονομασία: Ισλαμική Δημοκρατία του Ιράν Παραδοσιακή ονομασία: Περσία Έκταση: 1.648.000 τ. χλμ. Πληθυσμός: 65.540.226 (2002) Πρωτεύουσα: Τεχεράνη (6.758.845 κάτ. το 1996)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β με το… … Dictionary of Greek
Ισραήλ — I Επίσημη ονομασία: Κράτος του Ισραήλ Έκταση: 20.770 τ. χλμ. Πληθυσμός: 6.029.529 (2002) Πρωτεύουσα: Ιερουσαλήμ (622.091 κάτ. το 1997) *Σημ.: Η Ιερουσαλήμ ανακηρύχθηκε μονομερώς από το Ισραήλ πρωτεύουσα το 1982, στη θέση του Τελ Αβίβ, χωρίς όμως… … Dictionary of Greek
Праздничные и памятные дни Греции — В числе праздничных и памятных дней Греции (греч. Εορταστική και αξέχαστη ημέρα από Ελλάδα) присутствуют как религиозные, так и государственные праздники, самые значительные из которых объявлены нерабочими днями. Сезон карнавалов февраль… … Википедия
Σατουρνάλια — Γιορτή του ρωμαϊκού ημερολογίου που συνέπιπτε με τη 17η Δεκεμβρίου. Την ημέρα εκείνη τελούνταν θυσία στον Κρόνο (Saturnus), τον επώνυμο θεό της γιορτής, σ’ ένα ναό του που βρισκόταν στο Φόρουμ. Η εορταστική περίοδος κρατούσε τρεις ημέρες: τότε… … Dictionary of Greek
Φερσεφάσσια — τὰ, Α [Φερσέφασσα] εορταστική εκδήλωση στην Κύζικο … Dictionary of Greek
άνετος — η, ο (Α ἄνετος, ον) [ανίημι] αναπαυτικός, ξεκούραστος, βολικός, εύκολος νεοελλ. 1. (για ρούχα) όχι στενός, χαλαρός, ελαφρύς 2. απερίσπαστος, ο χωρίς έγνοιες ή εμπόδια αρχ. 1. (για ζώα) αμολητός, ελεύθερος 2. ακόλαστος, ασύδοτος 3. (για μέλη του… … Dictionary of Greek
αγλαΐα — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Μία από τις τρεις Χάριτες, κόρη του Δία και της Ευρυνόμης, προσωποποίηση της ευθυμίας. Κατά τον Ησίοδο ήταν η νεότερη από τις τρεις Χάριτες και σύζυγος του Ηφαίστου. 2. Σύζυγος του Αμυθάονα, από τον οποίο γέννησε… … Dictionary of Greek
αντίγαμος — ο εορταστική συνάθροιση που γίνεται την επόμενη Κυριακή μετά τον γάμο, πιστρόφια … Dictionary of Greek