-
1 ἑορταστικός
ἑορταστικός, zum Feste gehörig, festlich; ἡμέρα, Feiertag -
2 ἑορταστής
См. также в других словарях:
ἑορταστικός — fit for a festival masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εορταστικός — και γιορταστικός, ή, ό (AM εορταστικός, ή, όν) [εορτάζω] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε γιορτή νεοελλ. 1. ευχετήριος στη γιορτή κάποιου 2. το ουδ. ως ουσ. το εορταστικό εκκλησιαστικό βιβλίο που περιέχει τις ακολουθίες τών μεγάλων εορτών … Dictionary of Greek
εορταστικός — ή, ό επίρρ. ά 1. που ανήκει ή αναφέρεται σε εορτή ή εορτασμό, που γίνεται για εορτασμό ή που συμβαίνει σε εορτασμό, πανηγυρικός, πανηγυριώτικος: Εορταστική ατμόσφαιρα. 2. ο ευχετήριος για τη γιορτή κάποιου: Εορταστικό τηλεγράφημα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἑορταστικῶν — ἑορταστικός fit for a festival fem gen pl ἑορταστικός fit for a festival masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑορταστικόν — ἑορταστικός fit for a festival masc acc sg ἑορταστικός fit for a festival neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑορταστικαῖς — ἑορταστικός fit for a festival fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑορταστικαί — ἑορταστικός fit for a festival fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑορταστικοῖς — ἑορταστικός fit for a festival masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑορταστικοί — ἑορταστικός fit for a festival masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑορταστικοῦ — ἑορταστικός fit for a festival masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑορταστικούς — ἑορταστικός fit for a festival masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)