-
1 ελέπολις
-
2 ἑλέπολις
-
3 ελεπολις
-
4 ἑλέπολις
A city-destroying, epith. of Helen, A.Ag. 689(lyr.); of Iphigenia, E.IA 1476(lyr.), 1511(lyr.); of Lamia, Com.Adesp.303.II fem. Subst., engine for sieges, invented by Demetrius Poliorcetes, D.S.20.48, Plu.Demetr.21, Ph.Bel.95.39, Vitr.10.16.4, etc.; ἄνευ μηχανῆς καὶ ἑ. Alciphr.3.45: pl.,ἑ. μηχαναί D.H.9.68
.2 metaph., of a person,ἑ. τῆς Ἑλλάδος Hp.Ep.11
; also ἡ τῶν ἀνοσίων ἑ. τοῦτο (sc. πένθος) Ph.2.191.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἑλέπολις
-
5 ἑλέπολις
ἑλέ-πολις, die Stadt erobernd; bes. ἡ, eine Belagerungsmaschine, von Demetrius Poliorketes erfunden -
6 ελεπόλει
ἑλέπολιςcity-destroying: fem nom /voc /acc dual (attic epic)ἑλεπόλεϊ, ἑλέπολιςcity-destroying: fem dat sg (epic)ἑλέπολιςcity-destroying: fem dat sg (attic ionic) -
7 ἑλεπόλει
ἑλέπολιςcity-destroying: fem nom /voc /acc dual (attic epic)ἑλεπόλεϊ, ἑλέπολιςcity-destroying: fem dat sg (epic)ἑλέπολιςcity-destroying: fem dat sg (attic ionic) -
8 ελεπόλεις
ἑλέπολιςcity-destroying: fem nom /voc pl (attic epic)ἑλέπολιςcity-destroying: fem nom /acc pl (attic) -
9 ἑλεπόλεις
ἑλέπολιςcity-destroying: fem nom /voc pl (attic epic)ἑλέπολιςcity-destroying: fem nom /acc pl (attic) -
10 excisor
excīsor, ōris, m. (excīdo), I) = εκκόπτης, der Heraushauer, Ausschneider, Gloss. – II) der Zerstörer, aries (Sturmbock) exc. urbium, der Städtezerstörer (griech. ελέπολις), Heges. 5, 11, 2.
-
11 helepolis
-
12 εδρα
эп.-ион. ἕδρη ἥ1) седалище, сиденье, кресло, стул или скамья(ἐξ ἕδρης ἀναστάς Hom.)
2) почетное место3) престол(ἐκβαλεῖν ἕδρας Κρόνον Aesch.)
4) ( у лошади) седловина(τοῦ ἵππου Xen.)
5) место, область(τοῦ ἥπατος Plat.; ἕδραι τῶν ὀφθαλμῶν Arst.)
; в описанияхΠαρνησοῦ ἕδραι Aesch. = Παρνησός6) местопребывание, жилище, обитель(Τίρυνθι ἔχειν ἕδραν Soph.; Πανὸς ἕ. Eur.)
ἕδραι σκότιοι Eur. — царство теней7) святилище, алтарь(ἕδραι θεῶν Aesch.)
8) пристанище, убежищеναύλοχοι ἕδραι Soph. — стоянка кораблей, пристань
9) русло10) оправа, обод(ἴτυος Eur.)
11) основание, низ(ἑλέπολις, ἧς ἕ. ἦν τετράγωνος Plut.)
12) задняя часть тела(κατὰ τέν ἕδρην ἐσηθέειν τό ἀπο κέδρου ἄλειφαρ Her.; ἥ κέρκος ἐστὴ φυλακέ τῆς ἕδρας Arst.)
13) собрание, совещание, совет(ἀνδρῶν ἄγυρίς τε καὴ ἕ. Hom.)
εὐθὺς ἐξ ἕδρας Soph. — тотчас же после собрания14) сидение без дела, бездействиеπεριημέκτεε τῇ ἕδρῃ Her. — он тяготился бездействием;
οὐχ ἕδρας ἀκμή Soph. — не время медлить;οὐκ ἔργον ἕδρας Eur. — нельзя сидеть сложа руки -
13 ελεπόλεσι
-
14 ἑλεπόλεσι
-
15 ελεπόλεσιν
-
16 ἑλεπόλεσιν
-
17 ελεπόλεων
-
18 ἑλεπόλεων
-
19 ελεπόλεως
-
20 ἑλεπόλεως
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ἑλέπολις — city destroying fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ελέπολις — Πολιορκητική μηχανή που επινόησε πρώτος ο Δημήτριος ο Πολιορκητής (τέλη 4ου αι. π.Χ.) και χρησιμοποιήθηκε αργότερα από τους Ρωμαίους, τους Βυζαντινούς, τους Άραβες κ.ά. Απαρτιζόταν από έναν πολυώροφο ξύλινο πύργο τετραγωνικής κάτοψης, με ύψος… … Dictionary of Greek
ἑλεπόλει — ἑλέπολις city destroying fem nom/voc/acc dual (attic epic) ἑλεπόλεϊ , ἑλέπολις city destroying fem dat sg (epic) ἑλέπολις city destroying fem dat sg (attic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑλεπόλεις — ἑλέπολις city destroying fem nom/voc pl (attic epic) ἑλέπολις city destroying fem nom/acc pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ГЕЛЕПОЛИС — • Έλέπολις, название осадной машины, изобретенной Димитрием Полиоркетом и в первый раз приведенной в действие при осаде Родоса. Diod. Sic. 20, 95. Vitr. 10, 22. см. Πολιορκία, Осада, 1 … Реальный словарь классических древностей
ἑλεπόλεσι — ἑλέπολις city destroying fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑλεπόλεσιν — ἑλέπολις city destroying fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑλέπολι — ἑλέπολις city destroying fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑλέπολιν — ἑλέπολις city destroying fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑλέπτολιν — ἑλέπολις city destroying fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑλέπτολις — ἑλέπολις city destroying fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)