Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ἑκτεύς

См. также в других словарях:

  • εκτεύς — ἑκτεύς, ο (Α) μέτρο σιτηρών κ.ά. ξηρών καρπών ίσο με το ένα έκτο τού μεδίμνου …   Dictionary of Greek

  • ἑκτεύς — the sixth part (sextarius) of the masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑκτῆς — ἑκτεύς the sixth part (sextarius) of the masc nom pl ἑκτεύς the sixth part (sextarius) of the masc nom/voc pl ἑκτός qualities fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Медимн — (μέδιμνος) основная единица меры сыпучих тел в древней Греции. Более древний, эгинский М., заимствован вместе со всей системой мер и весов из Вавилонии, вероятно, через посредство Финикии и равнялся двум вавилоно финикийским ефам; его 6 я часть… …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • ημίεκτον — ἡμίεκτον και ἡμιέκτεων και ἡμιεκτέον και ἡμιέκτειον, το (Α) 1. μισός εκτεύς* 2. αγγείο που περιέχει μισόν εκτέα 3. φρ. «ἡμίεκτον χρυσοῡ» οκτώ οβολοί. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + εκτον (< εκτεύς «έκτο μέρος τού μεδίμνου»), πρβλ. αμφί εκτον] …   Dictionary of Greek

  • τριημίεκτον — τὸ, Α ένας και μισός εκτεύς*. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρίημι «ενάμισυ» + εκτον (< ἑκτεύς «έκτο μέρος τού μεδίμνου»), πρβλ. ἀμφί εκτον] …   Dictionary of Greek

  • ἑκτέως — ἑκτέον to be held masc acc pl (doric) ἑκτέος to be held masc acc pl (doric) ἑκτέω̆ς , ἑκτεύς the sixth part (sextarius) of the masc gen sg ἑκτεύς the sixth part (sextarius) of the masc nom sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Unidades de medida de la antigua Grecia — Este artículo o sección necesita ser wikificado con un formato acorde a las convenciones de estilo. Por favor, edítalo para que las cumpla. Mientras tanto, no elimines este aviso puesto el 22 de septiembre de 2011. También puedes ayudar… …   Wikipedia Español

  • ημίνα — ἡμίνα, ἡ (Α) 1. μισή 2. (μέτρο στη Σικελία) μισός εκτεύς*, κοτύλη* 3. φρ. «ἡμίνα βασιλική» ημικοτύλιον*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ήμισυς + κατάλ. ινα, με το ι προφανώς μακρό (πρβλ. δωτίνη < δως)] …   Dictionary of Greek

  • μέδιμνος — Μονάδα χωρητικότητας για ξηρά εδώδιμα, κυρίως σιτηρά. Θεσπίστηκε από τον Σόλωνα στην Αθήνα, ενώ υποδιαιρέσεις του ήταν ο τριτεύς (ένα τρίτο), ο εκτεύς (ένα έκτο), το ημίεκτο (ένα δωδέκατο), ο χοίνιξ (ένα τεσσαροκοστό όγδοο) και η κοτύλη (ένα… …   Dictionary of Greek

  • ξεστισμός — ξεστισμός, ὁ (Α) αναλογία τού μέτρου ξέστης* ή ἑκτεύς*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξέστης, κατά τα ουσ. σε ισμός] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»