-
1 εδρεύω
(αόρ. ήδρευσα) αμετ.1) пребывать, иметь местопребывание, резиденцию; 2) воен, дислоцироваться; 3) мед. локализоваться -
2 εδρεύω
[эдрево] ρ находиться. -
3 ενεδρευω
1) (где-л.) устраивать засаду(ἐς τὸν Ἐνυάλιον Thuc., med. εἰς Φλιοῦντα Xen.)
χωρίον κρεῖττον ἐνεδρεῦσαι Plut. — место, более удобное для засад;ἐ. τινά Dem., Plut.; — строить козни против кого-л.2) pass. (где-л.) попадать в засаду, перен. становиться жертвой кознейπρὸς ἀσφάλειαν τοῦ μέ ἐ. Arst. — чтобы предохранить себя от засады;
τῷ χρόνῳ ἐνεδρευθῆναί τι Dem. — коварным образом быть лишенным достаточного времени для чего-л.;παντὴ τρόπῳ ἐνηδρευμένος Luc. — будучи жертвой всяческих козней -
4 εφεδρευω
1) сидеть, покоиться, находиться(ἄγγος ἐφεορεῦον τῷ κάρᾳ Eur.)
2) (sc. ἐπὴ τοῖς ᾠοῖς) сидеть на яйцах3) воен. залегать, лежать в засаде(ἐγγὺς ἐφεδρευόντων Ἀθηναίων Thuc.; τέν φάλαγγα προστάξαι ἐ. Plut.)
4) подстерегать, высматривать, (с нетерпением) выжидать(τοῖς καιροῖς τινος Dem.; τοῖς ἀτυχήμασί τινος Arst.; τοῖς καιροῖς Polyb.)
5) караулить, стеречь(τινί Eur.; τῇ νυκτί Plut.)
6) наблюдать, присматривать(τῇ τοῦ σίτου κομιδῇ Polyb.)
7) ( о готовом к состязанию борце) быть готовым выступить на смену, ждать своей очереди Luc.8) воен. находиться в резерве Polyb., Plut.9) останавливаться, делать привал Plut. -
5 παρεδρευω
1) сидеть рядом(τινί Eur., Polyb.)
2) заседать рядом, быть заседателем Dem.3) грам. находиться на предпоследнем местеἡ παρεδρεύουσα (sc. συλλαβή) — предпоследний слог;
τῷ «υ» παρεδρεύεσθαι иметь на предпоследнем месте (букву) υ -
6 προεδρευω
-
7 προσεδρευω
1) сидеть рядом(τινί Eur., NT.)
προσεδρεύων πυρᾷ Eur. — сидя у костра2) осаждать, вести осаду(τῇ πόλει Polyb.)
3) внимательно высматривать, подстерегать(τοῖς καιροῖς Polyb.)
4) деятельно заниматься, ревностно отдаваться(τοῖς πράγμασι Dem.)
π. πρὸς τὸ ἴδιον Arst. — быть поглощенным личными делами5) прокрадываться, втираться в доверие(οἱ κόλακες προσεδρεύσαντες Arst.)
-
8 συμπαρεδρευω
-
9 συνεδρευω
1) участвовать в заседании Aeschin.2) совещаться(ὑπέρ τινος Dem.)
σ. τινί Polyb. — совещаться с кем-л.;οἱ συνεδρεύοντες Dem. — члены совещания;οἱ συνηδρευκότες τῷ λόγῳ σοφοί Arst. — мудрецы, принявшие участие в обсуждении этого вопроса3) грам. находиться в связи, сопутствовать
См. также в других словарях:
εδρεύω — βλ. πίν. 19 (μόνο στον ενεστ. και παρατατ.) … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
εδρεύω — (Μ ἑδρεύω) [έδρα] (για αξιωματούχο, αρχή, διοίκηση εταιρείας κ.λπ.) έχω ως έδρα, ως μόνιμο τόπο εργασίας νεοελλ. βρίσκομαι σταθερά σ ένα σημείο («ο πόνος εδρεύει στο στομάχι») … Dictionary of Greek
εδρεύω — αμτβ., έχω έδρα, κατοικώ μόνιμα ή μένω κάπου (κυριολ. και μτφ.): Η μεραρχία εδρεύει στις Σέρρες. – Ο πόνος εδρεύει στο στομάχι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
προσεδρεύω — Α 1. κάθομαι, παραμένω κοντά σε κάποιον ή σε κάτι («πότερα κατ οἴκους ἢ προσεδρεύων πυρᾱ;», Ευρ.) 2. είμαι αφοσιωμένος σε κάποιον, τόν προσέχω («τῇ θεραπείᾳ τοῡ θεοῡ προσεδρεύειν», Ιώσ.) 3. βρίσκομαι στο πλευρό κάποιου, τόν φροντίζω 4. μένω… … Dictionary of Greek
ενέζομαι — ἐνέζομαι (Α) 1. εδρεύω, κατοικώ σ έναν τόπο («τόδ ἐνεζόμενοι στέγος ἀρχαῑον», Αισχύλ.) 2. κάθομαι σ έναν τόπο («τὰ ἐνδιδόντα τῶν μή ἐνδιδόντων άκοπώτερά ἐστι... ἐνέζεσθαι», Αριστοτ.) … Dictionary of Greek
εναυλίζω — (Α ἐναυλίζω) αυλίζομαι, καταυλίζομαι, παραμένω ιδίως τη νύχτα σ έναν τόπο («οὐδέ νύκτα οὐδείς ἐναυλίζεται ανθρώπων [ἐν τῷ νηῷ]», Ηρόδ.) αρχ. (για αρρώστια) εντοπίζομαι, εδρεύω, εμφωλεύω … Dictionary of Greek
εφεδρεύω — (ΑΜ ἐφεδρεύω) [έφεδρος] παραμένω σε αναμονή έτοιμος για δράση, είμαι σε επιφυλακή, παραμονεύω, ενεδρεύω (α. «ὅταν εἰδῶσιν ἐφεδρεύουσαν τὴν δύναμιν», Ισοκρ. β. «ἐκεῑ ὁ ληστὴς ἐφεδρεύει κλέψαι καὶ συλῆσαι τὸ ἱερόν», Στουδ. Θεόδ.) αρχ. 1. εδρεύω,… … Dictionary of Greek
κατοικοεδρεύω — κατοικώ και έχω την έδρα τών ασχολιών μου σε κάποιο τόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατοικῶ + ἑδρεύω. Η λ., στη μετοχή κατοικοεδρεύων, μαρτυρείται από το 1887 σε έγγραφο συμβολαιογράφου στην εφημερίδα Αλφειός] … Dictionary of Greek
κείμαι — (ΑΜ κεῑμαι) 1. είμαι τοποθετημένος κάπου, βρίσκομαι κάπου, έχω θέση, εδρεύω, απαντώ 2. είμαι ξαπλωμένος στο έδαφος 3. κατάκειμαι, απόκειμαι, είμαι θαμμένος, βρίσκομαι νεκρός, κείτομαι («ενθάδε κείται») 4. (για νόμους) ισχύω, έχω κύρος, έχω τεθεί … Dictionary of Greek
οικώ — (ΑΜ οἰκῶ, έω, Α επικ. τ. οἰκείω, λοκρ. τ. Fοικέω) [οίκος] 1. κατοικῶ (α. «οἰκήσαντας τοῡτον τὸν χῶρον», Ηρόδ. β. «οἰκέοιτο πόλις Πριάμοιο», Ομ. Ιλ.) 2. (το θηλ. μτχ. μέσ. ενεστ. ως ουσ.) βλ. οικουμένη μσν. αρχ. μτφ. είμαι εγκατεστημένος κάπου,… … Dictionary of Greek
περιεδρεύω — Α στρατοπεδεύω γύρω από πόλη και τήν πολιορκώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + ἑδρεύω «κάθομαι» (<ἕδρα)] … Dictionary of Greek