-
1 παρεδρευω
1) сидеть рядом(τινί Eur., Polyb.)
2) заседать рядом, быть заседателем Dem.3) грам. находиться на предпоследнем местеἡ παρεδρεύουσα (sc. συλλαβή) — предпоследний слог;
τῷ «υ» παρεδρεύεσθαι иметь на предпоследнем месте (букву) υ -
2 συμπαρεδρευω
См. также в других словарях:
κείμαι — (ΑΜ κεῑμαι) 1. είμαι τοποθετημένος κάπου, βρίσκομαι κάπου, έχω θέση, εδρεύω, απαντώ 2. είμαι ξαπλωμένος στο έδαφος 3. κατάκειμαι, απόκειμαι, είμαι θαμμένος, βρίσκομαι νεκρός, κείτομαι («ενθάδε κείται») 4. (για νόμους) ισχύω, έχω κύρος, έχω τεθεί … Dictionary of Greek