-
1 ευκτιμένη
ἐυκτίμενοςgood to dwell in: fem nom /voc sg (attic epic ionic)——————ἐϋκτιμένη, ἐυκτίμενοςgood to dwell in: fem nom /voc sg (attic epic ionic)——————ἐϋκτιμένῃ, ἐυκτίμενοςgood to dwell in: fem dat sg (attic epic ionic) -
2 εὐκτιμένη
Βλ. λ. ευκτιμένη -
3 ἐυκτιμένη
Βλ. λ. ευκτιμένη -
4 ἐυκτιμένῃ
Βλ. λ. ευκτιμένη -
5 ευκτιμένηι
-
6 ἐυκτιμένηι
-
7 ἀγακτιμένη
ἀγα-κτῐμένη, poet. fem.A = εὐκτιμένη, well-built or placed,πόλις Pi.P.5.81
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀγακτιμένη
-
8 ἀλωή
I threshing-floor,ἱερὰς κατ' ἀλωάς Il.5.499
; μεγάλην κατ' ἀλωήν, ἐϋκτιμένῃ ἐν ἀλωῇ, 13.588, 20.496, cf. Hes.Op. 597.II more commonly, any prepared ground (cf. Sch.Od.1.193), garden, orchard, vineyard, etc., Il.5.90, Od.6.293, etc.: Ποσειδάωνος ἀ., i.e. sea, Opp. H.1.797. -
9 Ἰθάκη
Ἰθάκη: Ithaca.— (1) the native island of Odysseus, with Mts. Neritus, Neius, and Corax, and the harbor Reithrum. Epithets, ἀμφίαλος, εὐδείελος, ἐυκτιμένη, κραναή, παιπαλόεσσα, τρηχεῖα.— (2) the city, at the foot of Mt. Neius, Od. 3.81, cf. Od. 16.322 .—Ἰθάκηνδε, to Ithaca.— Ἰθακήσιος: inhabitant of Ithaca, Ithacan.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > Ἰθάκη
См. также в других словарях:
ἐυκτιμένη — ἐϋκτιμένη , ἐυκτίμενος good to dwell in fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐυκτιμένῃ — ἐϋκτιμένῃ , ἐυκτίμενος good to dwell in fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐκτιμένη — ἐυκτίμενος good to dwell in fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐυκτιμένηι — ἐϋκτιμένῃ , ἐυκτίμενος good to dwell in fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εϋκτίμενος — ἐϋκτίμενος, η, ον (Α) 1. (ως επίθ. πόλεων) καλός για να κατοικήσει, να διαμείνει κάποιος («ἐϋκτίμενον πτολίεθρον», Ομ. Ιλ.) 2. (και για κάθε ανθρώπινο έργο) καλά κατασκευασμένος, καλά καλλιεργημένος, καλοχτισμένος (α. «νῆσον ἐϋκτιμένην ἐκάμοντο» … Dictionary of Greek
гумно — диал. гувно, укр., блр. гумно, ст. слав. гоумьно ἅλως, болг. гумно, гувно, сербохорв. гумно, словен. gumno, чеш., слвц. humno, польск. gumno, в. луж. huno, н. луж. gumno. Древнее сложение из *gu (см. говядо, говно) и к. мять, мну, лит. minù,… … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
τρίβω — ΝΜΑ 1. σύρω επανειλημμένως ένα σώμα πάνω σε άλλο συμπιέζοντάς το στο σημείο επαφής τους ή ξύνω κάτι μετακινώντας με πίεση άλλο σώμα πάνω σε αυτό (α. «τρίψε καλά τα μάρμαρα» β. «τρίβω το ξύλο με το γυαλόχαρτο» γ. «τρίβω τα μαχαιροπήρουνα» δ. «τὸν… … Dictionary of Greek