Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ὁμιχλώδη

См. также в других словарях:

  • ὀμιχλώδη — ὀμιχλώδης mist like neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ὀμιχλώδης mist like masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ὀμιχλώδης mist like masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αμιχθαλόεις — ἀμιχθαλόεις, εσσα, εν (Α) 1. απροσπέλαστος, αφιλόξενος 2. (με άλλη ερμηνεία) καταχνιασμένος, ομιχλώδης. [ΕΤΥΜΟΛ. Επίθετο γνωστό ήδη από τον Όμηρο, που απαντά συνήθως σε θηλυκό γένος, ως προσδιορισμός του τοπωνυμίου Λήμνος (ἀμιχθαλόεσσα Λήμνος). Η …   Dictionary of Greek

  • ηερίηθεν — ἠερίηθεν (Α) επίρρ. από τον ομιχλώδη τόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < Ηερίη, παλαιά ονομασία τής Αιγύπτου + κατάλ. θεν, δηλωτική της από τόπου κινήσεως (πρβλ. εντεύ θεν, οίκο θεν)] …   Dictionary of Greek

  • ναυσιπλοΐα — Η πρακτική και η τεχνική του πλου. Διακρίνεται σε θαλάσσια ν. και σε ν. κλειστών υδάτων: η πρώτη περιλαμβάνει την ποντοπλοΐα, που εκτείνεται σε όλες τις θάλασσες και τους ωκεανούς, και την ακτοπλοΐα, που περιορίζεται στις κλειστές θάλασσες και… …   Dictionary of Greek

  • ομίχλη — Στη μετεωρολογία είναι τροποσφαιρικός σχηματισμός όμοιος προς το νέφος, από το οποίο διαφέρει μόνο κατά το ότι επικάθεται πάντοτε στην επιφάνεια του εδάφους. Στις περισσότερες περιπτώσεις πρόκειται για ένα σμήνος λεπτών υδροσταγονιδίων (με… …   Dictionary of Greek

  • χιλή — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Χιλής Συντομευμένη Ονομασία: Χιλή Εκταση: 756.950 τ.χλμ. Πληθυσμός: 15.498.930 (Ιούλιος 2002) Πρωτεύουσα: ΣαντιάγοΚράτος της Νότιας Αμερικής. Συνορεύει στα Β και ΒΑ με το Περού και τη Βολιβία αντίστοιχα και στα Α… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»