-
1 ἐτήτυμος
ἐτήτυμος, ον (ἐτός, ἐτεός), wahr, wahrhaft, ἄγγελος Il. 22, 438; μῦϑος Od. 23, 62; auch ἐτήτυμον, adverbial, 4, 152, wirklich, in der That; Il. 16, 128 u. öfter, wie Ap. Rh. 4, 835 u. öfter; ἀλήϑεια, κλέος, Pind. Ol. 11, 56 N. 7, 63; ἐτ. Διὸς κόρα Aesch. Ch. 396; τοῦτ' ἐτήτυμον Pers. 723; εἰ λέγεις ἐτήτυμα Soph. Phil. 1274; γενοῦ μοι παῖς ἐτ. γεγώς, ächt, Trach. 1053, wie χρυσός Theocr.; τὸ δ' ἐτήτυμον Ar. Pax 119; οὐ ψευδόμαντις, ἀλλ' ἐτήτυμος Eur. Or. 1667; ἐτήτυμον στόμα, Wahrheit redend, I. T 1085; sp. D.; in Prosa erst Themist. – Adv. ἐτητύμως, wahr, der Wahrheit gemäß, wirklich, Tragg., bes. Aesch. oft; ἤγγειλαν ὡς ἐτ. Soph. El. 1444.
-
2 ετητυμος
2[ἔτυμος с удвоением]1) истинный, верный(μῦθος Hom.)
2) правдивый, говорящий правду(ἄγγελος Hom.; στόμα Eur.)
3) подлинный, настоящий, действительный(νόστος Hom.; κλέος Pind.; χρυσός Theocr.)
-
3 ετήτυμος
-
4 ἐτήτυμος
-
5 ἐτήτυμος
ἐτήτῠμος, -ον1 genuineὅ τ' ἐξελέγχων μόνος ἀλάθειαν ἐτήτυμον Χρόνος O. 10.54
φίλον ἐς ἄνδρ' ἄγων κλέος ἐτήτυμον αἰνέσω N. 7.63
-
6 ἐτήτυμος
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ἐτήτυμος
-
7 ἐτήτυμος
ἐτήτυμος, ον, wahr, wahrhaft; auch ἐτήτυμον, adverbial, wirklich, in der Tat; ἐτήτυμον στόμα, Wahrheit redend. Adv. ἐτητύμως, wahr, der Wahrheit gemäß, wirklich -
8 ἐτήτυμος
Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ἐτήτυμος
-
9 ἐτήτυμος
A true, οὐκ ἔσθ' ὅδε μῦθος ἐ. Od.23.62;ἐ. ἄγγελος ἐλθών Il.22.438
;ἐτήτυμα μυθησαίμην Hes.Op.10
; τοῦτ' ἀγόρευσον ἐτήτυμον tell me this true, Od.1.174; τοῦτ' ἐ.; c. inf., is this true, that.. ? A.Pers. 737 (troch.);εἰ λέγεις ἐτήτυμα S.Ph. 1290
; τὸ δ' ἐ. but the truth is.., Ar. Pax 119.3 genuine, real, κείνῳ δ' οὐκέτι νόστος ἐ. for him there remains no true, real return, Od.3.241; ἀλάθεια, κλέος, Pi.O.10(11).54, N.7.63;ἐ. Διὸς κόρα A.Ch. 948
;παῖς ἐ. γεγώς S.Tr. 1064
;χρυσός Theoc.12.37
: in late Prose, Them. Or.22.279d.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐτήτυμος
-
10 παρ-ετήτυμος
παρ-ετήτυμος, f. L. statt πανετήτυμος, bei Orph.
-
11 παν-ετήτυμος
παν-ετήτυμος, ganz wahr; Orph. Arg. 538; Sonn.
-
12 ετητύμως
-
13 ἐτητύμως
-
14 ετήτυμον
-
15 ἐτήτυμον
-
16 ετητύμους
-
17 ἐτητύμους
-
18 ετήτυμα
-
19 ἐτήτυμα
-
20 ετήτυμοι
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ετήτυμος — ἐτήτυμος, ον (εκτεταμένος ποιητ. τ. τού έτυμος) (Α) 1. αληθής, ακριβής («οὐκ ἔσθ ὅδε μῡθος ἐτήτυμος», Ομ. Οδ.) 2. (για πρόσωπα) αληθής, αψευδής, φιλαλήθης («οὐ ψευδόμαντις... ἀλλ ἐτήτυμος», Ευρ.) 3. πραγματικός, γνήσιος («ἐτήτυμος χρυσός»,… … Dictionary of Greek
ἐτήτυμος — true masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐτητύμως — ἐτήτυμος true adverbial ἐτήτυμος true masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐτήτυμον — ἐτήτυμος true masc/fem acc sg ἐτήτυμος true neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐτητύμους — ἐτήτυμος true masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐτήτυμα — ἐτήτυμος true neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐτήτυμοι — ἐτήτυμος true masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ετητυμία — ἐτητυμία και ποιητ. τ. ἐτητυμίη, ἡ (Α) [ετήτυμος] αλήθεια, γνησιότητα … Dictionary of Greek
πανετήτυμος — ον, Α εντελώς αληθής, αληθέστατος. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + ἐτήτυμος, ποιητ. τ. αντί τού ἔτυμος «αληθής»] … Dictionary of Greek