Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἐσχαρεύς

См. также в других словарях:

  • ἐσχαρεύς — a ship s cook masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐσχαρεῖ — ἐσχαρεύς a ship s cook masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐσχαρέων — ἐσχάρα hearth fem gen pl (epic ionic) ἐσχάρα hearth fem gen pl (epic ionic) ἐσχαρεύς a ship s cook masc gen pl ἐσχαρέω̆ν , ἐσχαρεύς a ship s cook masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εσχάρα — η βλ. σχάρα. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολογίας. Εικάζεται συγγένεια με το αρχ. σλαβ. iskra «σπίθα». Σχηματισμός σε ρᾱ (κατά τα τέφ ρᾱ, χώ ρᾱ). Νεοελλ. εσχάρα, σχάρα, σκάρα. ΠΑΡ. εσχαρείον, εσχαρεύς, εσχαρεών, εσχάριον, εσχάριος, εσχαρίς, εσχαρίτης,… …   Dictionary of Greek

  • εσχαρέας — ο (Α ἐσχαρεύς) [εσχάρα] νεοελλ. ναύτης ή υπαξιωματικός τού πολεμικού ναυτικού που εκτελεί χρέη μαγείρου τού πληρώματος αρχ. ο μάγειρος τού πλοίου …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»