-
1 εστόρεσα
-
2 ἐστόρεσα
-
3 στόρνυμι
A ; part. στορνύντες, στορνύντα, Hdt.7.54, S.Tr. 902; compd. καστορνῦσα ( = καταστ-) Od.17.32; also [full] στορνύω (v.l. στρωννύω), A.D.Synt. 295.4; [full] στρώννῡμι, A.Ag. 909, Com.Adesp. 1211 (written with one ν in SIG589.44 (Magn. Mae., ii B.C.), but with two, ib.9); also [full] στρωννύω, Aristid.1.216J., ([etym.] ὑπο-) Ath.2.48d: [tense] impf.ἐστρώννυον Ev.Matt.21.8
: later [full] στορεννύω, [full] στορέννυμι, Eust.748.31,32; [tense] pres. part. στορεννύς (v.l. στρωννύς) Sch.Ar.Ach. 877: [tense] fut. στορῶ ([etym.] παρα-) Ar.Eq. 481, ([etym.] ὑπο-) Eub.90.1; also , ([etym.] ὑπο-) E.Hel.59, Amphis 46; and στρωννύσω ([etym.] ἐπι-) Ps.-Luc.Philopatr. 24; [dialect] Dor. inf.στορεσεῖν Theoc.6.33
: [tense] aor. ἐστόρεσα, [dialect] Ep. and Lyr. στόρεσα, Il.9.621, 660, al., B.12.129, A.Pr. 192 (anap.), Hdt.8.99; alsoἔστρωσα Id.6.139
, A.Ag. 921: [tense] pf. : [tense] plpf.ἐστρώκειν Hld.4.16
, ([etym.] ὑπ-) Babr.34.2:—[voice] Med., στόρνῠμαι ([etym.] ὑπο-) X. Cyr.8.8.16: [tense] impf.ἐστόρνυντο Theoc.22.33
, Call.Aet.3.1.16: [tense] fut. : [tense] aor. ἐστορεσάμην, [dialect] Ep. στ-, Theoc.13.33, A.R.1.375, ([etym.] ὑπ-) Ar.Ec. 1030; alsoἐστρωσάμην Theoc.21.7
:—[voice] Pass., στρώννῠμαι (v.l. στορέννυμαι) Sch. Theoc.7.57d; ὑποστορένυσθαι is f.l. in Thphr.Char.22.5: [tense] aor.ἐστορέσθην Plu.2.787e
, D.C.67.14, ([etym.] κατ-) Hp.VM19;ἐστορήθην Hsch.
; ἐστρώθην ([etym.] κατ-) D.S.14.114: [tense] pf. ἐστόρεσμαι ([etym.] ὑπ-) Philostr.VA6.10; , E.Med. 380, Th.2.34, etc.: [tense] plpf.ἐστόρεστο D.C.74.13
, Him.Ecl.13.2; alsoἔστρωτο Il.10.155
, Hdt.7.193:— spread the clothes over a bed, λέχος στορέσαι spread or make up a bed, Il.9.621, 660; so δέμνια, ῥῆγος σ., Od.4.301, 13.73; ;κλίνην στρώσαντες Hdt.6.139
; ;λέκτρα σοι ἀντὶ γάμων ἐπιτύμβια AP7.604
(Paul. Sil.) (also in [voice] Med.,ἐστόρνυντο τὰ κλισμία Call.
l.c.): abs., make a bed,χαμάδις στορέσας Od.19.599
;στρῶσον ἡμῖν ἔνδον Macho
ap. Ath.13.581b, cf. Act.Ap.9.34.b generally, spread, strew, ἀνθρακιὴν ς. Il.9.213;φιτροὺς σ. καθύπερθεν ἐλαίης A.R.1.405
; [στιβάδας] εἰς ὁδόν Ev.Marc. 11.8
: also in [voice] Med., freq. in Theoc., as 13.33, al.2 spread smooth, level, πόντον ς. Od.3.158, cf. h.Hom.33.15, Theoc.7.57, etc.;τὸ κῦμα ἔστρωτο Hdt.7.193
;στόρεσεν πόντον οὐρία B.12.129
;αἰθὴρ νήνεμος ἐστόρεσεν δίνας A.R.1.1155
; χρηστὴν ἡμῖν ἡ θάλαττα τὴν γαλήνην ἐστ. Alciphr.1.1; metaph., calm, soothe,ἀτέραμνον στορέσας ὀργήν A. Pr. 192
(anap.); [φθόνου] στορεσθέντος Plu.2.787e
.b level, lay low,πλάτανον δαπέδοις AP9.247
(Phil.): metaph.,Μήδων δύναμιν Simon.90
;λῆμα μὲν οὔπω στόρνυσι χρόνος τὸ σόν E.Heracl. 702
(anap.); .3 ὁδὸν ς. pave a road, IGRom.4.1431.5, al. ([place name] Smyrna), dub. in IG12(5).229.7 ([place name] Paros):—[voice] Pass.,ἐστρωμένη ὁδός Hdt.2.138
; ἔδαφος λίθων πλαξὶ λείαις ἐστρ. Luc.Am.12, cf. D.C.67.14.II strew or spread with a thing,μυρσίνῃσι τὴν ὁδόν Hdt.7.54
, cf. 8.99;πέδον πετάσμασιν A.Ag. 909
, cf. 921; saddle a horse, provide a mount, τινι POxy.138.22 (vii A.D.):—[voice] Pass., Pl.R. 372b; of a room, to be furnished with στρώματα, Ev.Marc.14.15; πλοῖον.. ἐστρωμένον καὶ σεσανιδωμένον dub. sens. in PLond.3.1164 (h) 7 (iii A.D.). (Cf. Skt. stṛṇómi, stṛṇā´mi 'strew', Lat. sterno, Engl. strew.)Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > στόρνυμι
-
4 ἐπιστοναχστόρνυμι
ἐπιστονᾰχ-στόρνῡμι: [tense] fut. - στρώσω: [tense] aor. 1 - εστόρεσα or - έστρωσα: [tense] aor. [voice] Med.A- εστορέσαντο Nonn.D.24.334
:— strew or spread upon, ἐστόρεσεν δ' ἐπὶ δέρμα upon the bed, Od. 14.50;ἱμάτιον ἐπὶ τὸ ξύλον Hp.Art.75
; a barbarous [tense] fut., ἐπιστρωννύσω τῇ γῇ νιφετόν, only in Ps.-Luc.Philopatr.24.2. saddle, ἐπιστρῶσαιτὸν ὄνον J.AJ8.9.1
; [ἡ κάμηλος] ἁλουργίδι ἐπέστρωτο Luc.Prom.Es4
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπιστοναχστόρνυμι
-
5 ὑποστόρνυμι
ὑποστόρνυμι, Philostr.VA3.27, also in [voice] Pass., X.Cyr.8.8.16 (with v.l.), Gal.UP2.7 (with vv.ll.), [voice] Med. in Ael.NA9.26; also [full] ὑποστρώννυμι or [suff] ὑπο-ύω, Plu.Art.22, Phan.Hist.11, Gal.6.447: [tense] fut.Aὑποστορῶ Eub.90.1
; also : [tense] aor.- εστόρεσα Od.20.139
; also- έστρωσα E.Hel.59
, etc. (v. infr.): [tense] plpf.ὑπεστρώκει Babr.34.2
(ap.Suid.): [tense] pf. [voice] Pass. ὑπέστρωμαι Orac. ap. Hdt.1.47; [ per.] 3sg. ὑπεστόρεσται and inf.ὑπεστορῆσθαι Anon.
ap. Suid.; part.ὑπεστορεσμένος Gal.16.749
, Gp.10.44.1:—spread, lay, or strew under, esp. of bed-clothes, l. c.; ;προσκεφάλαια ὑποστρῶσαι Thphr.Char.2.11
(so in [voice] Med., ὑποστόρεσαι.. τῆς ὀριγάνου strew me some of it under, Ar. Ec. 1030, cf. Nic.Th.63); λέκτρα ὑποστρῶσαί τινι make his bed for a man, i. e. serve him as a wife, E. l. c.;ὑπεστρώννυον τὰ ἱμάτια αὐτῶν ἐν τῇ ὁδῷ Ev.Luc.19.36
: abs., make a bed,οὔκουν ὑποστορεῖτε μαλακῶς τῷ κυνί; Eub.
l. c., cf. Phan.Hist.l.c.:—[voice] Pass.,εὗδ', ὑπὸ δ' ἔστρωτο ῥινὸν βοός Il.10.155
;δάφνην ὑπέστρωται Call.Iamb.1.223
;τὰς εὐνὰς.. ὑποστόρνυσθαι X.
l.c.;ὑ. στρώμαθ' ἁλουργῆ Anaxandr.41.6
(anap.); ᾗ χαλκὸς ὑπέστρωται which has copper laid under it, Orac. ap.Hdt.1.47.2 metaph., κέρδεσιν χεῖρας ὑ., of the action of the hand in receiving money, APl.4.272 (Leont.);γαλήνην ὑ. ταῖς τριήρεσιν Them.Or.10.133b
;ὑδατὶς οὐσία τίς ἐστι.. ὑπεστρωμένη τῷ.. δέρματι Paul.Aeg.6.14
.III metaph. in [tense] pf. [voice] Pass., to be subject to.., , cf. Procl.Inst. 132: so in [voice] Act., subject, πάντα -στρώσαντες ἑαυτοῖς ib. 121.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑποστόρνυμι
См. также в других словарях:
ἐστόρεσα — στόρεννυμι aor ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σβέννυμι — και σβεννύω ΜΑ σβήνω (α. «ἐγώ σε ἐνταῡθα τῷ ἐσβεσμένῳ πυρὶ κατακαύσω», Αγαθ. Ιστ. β. «ἀμελήσαντες σβεννύναι τὸ καιόμενον», Ηρόδ.) αρχ. 1. (σχετικά με υγρό ή ρευστό) κάνω κάτι να ξεραθεί, να πήξει («ἡ Μηδικὴ πόα σβέννυσι τὸ γάλα», Αριστοτ.) 2.… … Dictionary of Greek
στορεστής — ο, ΝΑ νεοελλ. τεχνίτης ειδικός στην επίστρωση, ταπετσιέρης αρχ. αυτός που φέρνει γαλήνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < αόρ. ἐστόρεσα τού αρχ. στόρνυμι* (πρβλ. μτγν. στορέννυμι)] … Dictionary of Greek
στόρεσμα — το, Ν επίστρωμα, ιδίως τοίχου, ταπετσαρία. [ΕΤΥΜΟΛ. < αόρ. ἐστόρεσα τού αρχ. στόρνυμι* (πρβλ. στορεστής)] … Dictionary of Greek