-
1 εσθήτος
-
2 ἐσθῆτος
-
3 εσθης
1) одеяние, одежда, платье Arst., Plut.χρηστηρία ἐ. Aesch. — одежды предсказательницы, т.е. Кассандры;
μετρία ἐ. Thuc. — простое платье;τὰ ἐσθῆτος ἐχόμενα Her. — вся одежда, какая была (на них)2) бельеἐσθῆτα ἔσφερον εἴσω Hom. — (братья Навсикаи) внесли (выстиранное ею) белье в дом
3) постель -
4 ἐσθής
A (Myconos, iii/ii B.C.): ([etym.] ἕννυμι):—clothing, raiment, ; χρηστηρία ἐ. the dress of prophetesses, A.Ag. 1270 ;Ἀργολὶς ἐ. Id.Supp. 237
; μετρίᾳ ἐσθῆτι χρήσασθαι to dress simply, Th.1.6 : καθαρὰ ἐ., = Lat. toga pura, Nic. Dam.Fr. 127 J. ; τὴν ἐσθῆτα μεταβαλεῖν, = Lat. mutare vestem, put on mourning, D.C.37.33 (butτὰς ἐσθῆτας μεταβαλέσθαι Plu.Pomp.59
): in pl., of the clothes of several persons, A.Th. 872 (anap.) ; of one, E. Hel. 421 : abstract pl.,πλούτους καὶ τρυφὰς καὶ ἐσθῆτας Pl.Alc.1.122c
, cf. cj. in Arist.Rh. 1386a32, dub. in Pl.Grg. 465b.II collectively, clothes, ἐσθῆτα ἔσφερον εἴσω, i.e. the clothes just washed, Od.7.6 ;ἔντυον εὐνὴν ἐσθῆτος μαλακῆς 23.290
; , cf. X.An.3.1.19 : rarely in later Gr., Plu.CG2, PThead.49.4(iv A.D.), POxy.2110.5 (iv A.D.).III metaph., ἐ. τῆς πόλεως, of walls, Demad.Fr.4. -
5 πολυ-τέλεια
πολυ-τέλεια, ἡ, großer Aufwand; Thuc. 6, 12; ἐσϑῆτος, Xen. Lac. 7, 3; καὶ τρυφή, Mem. 1, 6, 10; ion. πολυτεληΐη, Her. 2, 87; τοῠ βίου, Luxus, Pol. 13, 1, 1; ἡ περὶ τοὺς βίους, 6, 57, 6.
-
6 πλοκή
πλοκή, ἡ, das Flechten, Weben, das Geflecht, Gewebe; εὐμίτοις πλοκαῖς, Eur. I. T. 817; τῶν γέῤῥων, Pol. 9, 41, 3; u. allgemein, πάσης ἐσϑῆτος ἢ πλοκῆς ἢ πιλήσεως, Plat. Legg. VIII, 849; Sp. – Uebertr., verwickelte, verstrickte Rede, Bestrickung, List, ἔπλεκε πλοκὰς τοιάςδε, Eur. Ion 826; bes. Rhett. Bei Arist. poet. 18 Verwickelung des tragischen Knotens, im Ggstz von λύσις.
-
7 συγ-κατ-οικέω
συγ-κατ-οικέω, mit bewohnen, τῆς (ἐσϑῆτος) ὁ δυςφιλὴς γέρων γέροντι συγκατῴκηκεν πίνος, Soph. O. C. 1261.
-
8 γυμνός
γυμνός, nackt, entblößt, ganz ohne Kleidung, Od. 6, 136; Her. 1, 10 u. sonst. – Bes. a) ohne Waffen u. Rüstung, unbewaffnet, Iliad. 21, 50 τὸν δ' ὡς οὖν ἐνόησε Ἀχιλλεὺς γυμνόν, ἄτερ κόρυϑός τε καὶ ἀσπίδος, οὐδ' ἔχεν ἔγχος, ἀλλὰ τὰ μέν ῥ'ἀπὸ πάντα χαμαὶ βάλε κτἑ.; 18, 21 κεῖται Πάτροκλος, νέκυος δὲ δὴ ἀμφιμάχονται γυμνοῦ· ἀτὰρ τά γε τεύχε' ἔχει Ἕκτωρ; Eur. Heracl. 724; Ep. ad. 455 (IX, 61), ohne Schild. – b) ohne Oberkleid, im bloßen χιτών; so Dem. 21, 216 γ. ἐν τῷ χιτωνίσκῳ; vgl. Plat. Legg. XII, 954 a; Xen. An. 1, 10, 3; so schon Hes. O. 389; übh. – c) entblößt, von Sachen, wie τόξον Odyss. 11, 607; ὀιστός, nicht im Köcher, Od. 21, 417; ξίφος Ap. Rh. 1, 1254; γυμναὶ ἐν χερσὶ μάχαιραι Theocr. 22, 146; κολεοῦ γυμνὸν φάσγανον Pind. N. 1, 52; στάδιον γ., wo Nackte laufen, I. 1, 93 P. 11, 49; – unbärtig, Ap. Rh. 2, 707. – Uebh. entblößt von etwas, τινός, γ. ἐσϑῆτος D. Sic 1, 8; δένδρων κᾶπος Pind. Ol. 3, 25; προπομπῶν Aesch. Pers. 1037; ὅπλων Her. 2, 141; ἡ ψυχὴ τοῦ σώματος, ohne Leib, Plat. Crat. 403 b; vgl. Rep. IX, 577 b; so Sp.; – τὰ γυμνά braucht Thuc. von der Schlachtreihe, nicht gedeckt, 3, 23. 5, 10; vgl. Xen. Hell. 4, 2, 22 u. öfter; γυμνὰ τὰ νῶτα παρέχειν τινί, Einem den Rücken bloß geben, Plut. Fab. Max. 11; – γυμνὸν τὸ ἔργον διηγησάμην, wie wir »die nackte Wahrheit«, Luc. Tox. 42; vgl. Anach. 19 u. D. Sic. 1, 76.
-
9 κατα-κρέμαμαι
κατα-κρέμαμαι (s. κρέμαμαι), herabhangen; Cratin. bei Ath. IV, 183 e; Sp., κώδωνες πολλοὶ κατακρέμανται τῆς ἐσϑῆτος Plut. Symp. 4, 6, 2.
-
10 ἀφνειός
ἀφνειός, όν, Hes. frg. 45 ἀφνειή, wie Ap. Rh. 1, 57 ( ἄφενος); bemittelt, reich; oft Hom. u. folgende Dichter, gewöhnlich absolut; ἀφνειότεροι χρυσοῖό τε ἐσϑῆτός τε, reicher an Gold u. Kleidern, Od. 1, 165; ἀφνειὸς βιότοιο Iliad. 5, 544; Hes. μήλοισι O. 120; ἀρούραις, μήλοις, Theocr. 24, 106. 25, 118; φρένας 455. Den regelmäßigen superl. hat Hom. Il. 20, 220; ἀφνειέστατος Antimach. 72.
-
11 ἀντιάω
ἀντιάω (ἀντί, ἀντίος), praes. Hom. ἀντιόω; fut. ἀντιάσω, aor. ἀντιάσαι, die des kurzen α wegen zu ἀντιάζω gerechnet werden können, das im praes. bei Hom. nicht vorkommt; ἀντιὁω ist Il. 13, 752 fut., vgl. Od. 1, 25. 24, 56; entgegenkommen, begegnen, in freundlichern. feindlicher Absicht, dah. 1) angreifen, τινός, Il. 7, 231 ἡμεῖς δ' εἰμὲν τοῖοι οἳ ἂν σέϑεν ἀντιάσαιμεν; ohne casus 15, 297 Widerstand leisten; – bes. von Sachen, wo immer der gen. steht, wenn ein absichtliches danach Ausgehen, ein Aufsuchen ausgedrückt wird; vgl. Buttm. Lexil. I, p. 8 ff.; πολέμοιο, μάχης, auf Krieg, Kampf ausgehen, Il. 12, 368. 20, 125; πόνου, ἔργων, ἀέϑλων 12, 356. 23, 643 Od. 22, 28; dah. vom Geschoß, das die Brust trifft, auf die es gerichtet war, Il. 13, 299 στέρνων ἀντιάσειεν. – Auch von den Göttern, die ein Opfer annehmen, genießen, ἑκατόμβης, ἱρῶν, αἰγῶν κνίσης, Od. 1, 25. 3, 436 Il. 1, 67; auch im med., γάμου ἀντιάασϑε Il. 24, 62. – Uebh. theilhaftig werden, empfangen, ὀνήσιος Od. 21, 402; 24, 56 ἔρχεται, οὗ παιδὸς τεϑνηότος ἀντιόωσα, sie kommt, um ihn bestatten zu helfen. – 2) zufällig mit Jemandem zusammentreffen, mit dem dat., Od. 18, 147; ἐμῷ μένει ἀντιόωσιν, sie kommen meinem Zorn in den Weg, Il. 6, 127. 21, 151; auch ohne Casus, ἀντιάσας, der erste beste Begegnende, Od. 13, 312; ϑεὸν ἀντιάσαντα Iliad. 10, 551; νεώτερον ἀντιάσαντα Od. 7, 293; verschieden erklärt wird οὔτ' οὖν (τῷ οὔτ') ἐσϑῆτος δευήσεαι οὔτε τευ ἄλλου, ὧν ἐπέοιχ' ἱκέτην ταλαπείριον ἀντιάσαντα Od. 6, 193. 14, 511. – 3) mit dem acc., ἐμὸν λέχος ἀντιόωσα, = εὐτρεπίζουσα, mein Lager bereitend, nur Il. 1, 31, welchen Vers Aristarch für unächt hielt, Scholl. Aristonic. 1, 29. – 4) nur bei Sp. Ep., Jemanden mit Bitten angehen, wie ἀντιάζω, τινά, Ap. Rh. 3, 694. – Med. (außer Il. 24, 62, s. unter 1), entgegentreten, c. acc., συνϑέμενοι ἡμῖν τὸν Πέρσην ἀντιώσεσϑαι Her. 9, 7; widersprechen, Thuc. 2, 40 ἂν ἠντιώμεϑα Reisigs Conj. für ἠναντιώμεϑα, welches Poppo wohl richtiger beibehält.
-
12 ἀμφίς
ἀμφίς, ursprünglich eins mit ἀμφί; s. Buttmann Lexil. II, 217 ff. A) Adverbium, 1) umher, herum, ϑαλερὴ δ' ἦν ἀμφὶς ἀλοιφή, um das Fleisch herum war Fett, Od. 8, 476; ἀμφὶς ἐόντες Il. 24, 488; δεσμοὶ ἀμφὶς ἔχοιεν, möchten umschließen, Od. 8, 340; ἀμφὶς ἰδών, ringsum schauend, mit Umsicht betrachtend, Hes. O. 701; vgl. Il. 7, 342. 8, 481. 23, 330. 14, 123. 9, 464 (Scholl. Didym. v. l. ἀντιόωντες, ἐγγὺς ἐόντες). 18, 519; ὀλίγη δ' ἦν ἀμφὶς ἄρουρα Iliad. 3, 115 nach Buttmann = wenig Raum war umher. – 2) von, auf beiden Seiten, Iliad. 21, 162 ὁ δ' ἀνέσχετο δῖος Ἀχιλλεὺς Πηλιάδα μελίην. ὁ δ' ἁμαρτῇ δούρασιν ἀμφὶς ἥρως Ἀστεροπαῖος, ἐπεὶ περιδέξιος ἦεν, Scholl. Didym. v. l. ἁμάρτῃ δούρασιν ἄμφω; 12, 434 ἥ τε σταϑμὸν ἔχουσα καὶ εἴριον ἀμφὶς ἀνέλκει ἰσάζουσα; Od. 3, 486 οἱ δὲ πανημέριοι σεῖον ζυγὸν ἀμφὶς ἔχοντες, auf beiden Seiten das Joch habend. – 3) Dinge, die auf beiden Seiten eines Gegenstandes sind, werden durch diesen getrennt; daher hat ἀμφίς auch den Begriff der Trennung, τὼ ζυγὸν ἀμφὶς ἐέργει, hält sie auseinander, Il. 13, 706; κίονες, αἳ γαῖάν τε καὶ οὐρανὸν ἀμφὶς ἔχουσιν, von einander halten, Od. 1, 54; ῥόπαλα ἀμφὶς ἐάγη, Knittel wurden entzweigeschlagen, Il. 11, 559; vgl. Od. 19, 221. 24, 218; αμφὶς φρονέοντε δύω Κρόνου υἷε, verschiedener Meinung sein, Iliad. 13, 345; ἀϑάνατοι ἀμφὶς φράζονται 2, 13; mit ἕκαστος verbunden = jeder für sich, ἀμφὶς ἄγοντες ἕκαστος Od. 22, 57; ἀμφὶς ἕκαστα εἰρήσεται, jedes wird sie besonders fragen, 19, 46; Iliad. 22, 117 ἅμα δ' ἀμφὶς Ἀχαιοῖς ἄλλ' ἀποδάσσεσϑαι, ὅσα τε πτόλις ἥδε κέκευϑεν, Scholl. Aristonic. ἡ διπλῆ, ὅτι ἀντὶ τοῠ ἀμφιδάσεσϑαι, δίχα μερίσεσϑαι; 15, 709 τόξων ἀικὰς ἀμφὶς μένον, in der Entfernung; 18, 502 ἀμφὶς ἀρωγοί, Helfer auf beiden Seiten; – Orac. bei Her. 1, 85 τὸ δέ σοι πολὺ λώιον ἀμφὶς ἔμμεναι, es ist dir viel besser, entfernt davon, ohne das zu sein. – B) Praeposition, meist seinem Casus nachgesetzt, 1) mit dem gen., ἅρματος ἀμφὶς ἰδών, den Wagen ringsum betrachten, Il. 2, 384; Illad. 8, 444 αἱ δ' οἶαι Διὸς ἀμφὶς Ἀϑηναίη τε καὶἭρη ἥσϑην, οὐδέ τί μιν προσεφώνεον, Buttmann Lexil. 2, 220 falsch = entfernt vom Zeus, Aristarch richtig = zu beiden Seiten des Zeus, Scholl. Aristonic. ἡ διπλῆ πρὸς τὴν καϑέδραν, ὅτι ἑκατέρωϑεν τοῦ ΔιὸςἭρα καὶ Ἀϑηνᾶ, vgl. 24, 100 ἡ δ' ἄρα πὰρ Διὶ πατρὶ καϑέζετο, εἶξε δ' Ἀϑήνη. Ἕρη δὲ χρύσεον καλὸν δέπας ἐν χερὶ ϑῆκεν καί ῥ' εὔφρην' ἐπέεσσι· Θέτις δ' ὤρεξε πιοῦσα, Scholl. Aristonic. ἡ διπλῆ πρὸς τὴν καϑέδραν Ἀϑηνᾶς καὶἭρας, ὅτι ἑκατέρωϑεν τοῦ Διός. καὶ ὅταν λέγῃ »αἱ δ' οἶαι Διὸς ἀμφίς«, τὸ αὐτὸ σημαίνει, Διὸς ἑκατέρωϑεν, οὐχ ὥς τινες δέχονται χωρίς; vgl. 4, 21 u. Scholl.; – Od. 14, 352 μάλα δ' ὦκα ϑὐρηϑ' ἔα ἀμφὶς ἐκείνων, weitab von Jenen; ἀμφὶς φυλόπιδος, entfernt vom Kampf, Od. 16, 267; ἀμφὶς ὁδοῦ, seitabwärts vom Wege, Il. 23, 393; Pind. ἐσϑῆτος ἀμφίς, ohne Kleid, P. 4, 258. – 2) mit dem dat., κύκλα σιδηρέῳ ἄξονι ἀμφίς, um die Achse, Il. 5, 753. – 3) mit dem accus., Κρόνον ἀμφὶς ἐόντες Il. 14, 274; Hes. Th. 8511 Od. 6, 266 ἀγορή, καλὸν Ποσιδήιον ἀμφίς; οἵ ῥά μιν ἀμφἱς ᾤκεον 9, 399; δοιαὶ δὲ πελειἀδες ἀμφὶς ἕκαστον χρύσειαι νεμέϑοντο Iliad. 11, 634; 748 πεντήκοντα δ' ἕλον δίφρους, δύο δ' ἀμφἶς ἕκαστον φῶτες ὀδὰξ ἕλον οὖδας; Od. 24, 45 πολλὰ δέ σ' ἀμφὶς δάκρυα ϑερμὰ χέον, 65 πολλὰ δέ σ' ἀμφὶς μῆλα κατεκτάνομεν; 7, 4 κασίγνητοι δέ μιν ἀμφὶς ἵσταντο. – Das Wort findet sich außerdem nur bei sp. Ep., gar nicht bei den Attikern.
-
13 ἐράομαι
ἐράομαι, dep. med.; Od. 22, 322 ἀρ ήμεναι, entweder inf. praes. act. = ἀρᾶν, von einem sonst nicht gebraucht act. ἀράω, oder inf. acr. 2 pass. = ἀρῆναι, von einem sonst nicht gebräuchl. depon. pass. ἄρομαι; ἄρομαι u. ἀράομαι verhalten sich, wie αἰδέομαι u. αἴδομαι; ἀρημένος, s. unten besonders; – beten, flehen, absol. u. c. dat., 'Ἀπόλλωνι, zu Apollon, Il. 1, 35 u. öfter; ϑεοὶς ἀρᾶται, σὲ ζῶντα πρὸς δόμους μολεῖν Soph. Ai. 504; c. acc., Ἐρινῦς, die Erinnyen zur Rache herbeirufen, Od. 2, 135; mit inf., wünschen, φανήμεναι ἠῶ Il. 9, 240; πάντες κ' ἀρησαίατ' ἐλαφρότεροι πόδας εἶναι ἢ ἀφνειότεροι χρυσοῖό τε ἐσϑῆτός τε Od. 1, 161; πάντες δ' ἠρήσαντο παραὶ λεχέεσσι κλιϑῆναι 1, 366; betend geloben, Iliad. 23, 144; ὅσσα σὺ τῷ ἐδίδως, ἀρώμενος ἕως ἵκοιο γῆρας, daß du alt werdest, Od. 19, 367; – anwünschen, anfluchen, ἅπερ τοῖςδ' ἠρασάμην Soph. O. R. 251; ἀρὰν ἀρᾶσϑαί τινι Aesch. Spt. 615; Soph. O. C. 956 Ant. 424; seltener im guten Sinne, ἀγαϑά τινι Her. 1, 132; vgl. 3, 65. [ᾱρ. homer., att. ᾰρ., z. B. Soph. Ant. 589.]
-
14 ἐσθής
ἐσθής, ῆτος, ἡ (ἕννυμι, vgl. ἔσϑος, vestis), Kleid, Kleidung; in der Od. gew. kollecliv, die Kleider, χαλκόν τε χρυσόν τε ἅλις ἐσϑῆτά τε δόντες, 5, 38 u. öfter; vgl. 1, 165; so auch Folgde, wie noch Xen. An. 3, 1, 18 κτήνη, χρυσόν, ἐσϑῆτα vrbdt; von Teppichen ist Od. 23, 290 ἔντυον εὐνὴν ἐσϑῆτος μαλακῆς zu verstehen; Pind. P. 4, 79. 253; χρηστηρία, das Gewand der Seherinn, Aesch. Ag. 1243; Ἀργολίς, Suppl. 234; μετρίᾳ ἐσϑῆτι ἐχρήσαντο, eine einfache Kleidung, Thuc. 1, 6. Seltener bei Sp., τὰς πόλεις ἐσϑῆτα τοῖς στρατιώταις αἰτεῖν, auch kollektiv, Plut. C. Gracch. 2. – Der plur. von den Kleidern einer Person, Eur. Hel. 421; von denen mehrerer, Aesch. Spt. 871; Xen. Cyr. 1, 3, 2 u. einzeln bei Sp.
-
15 αφελεια
-
16 γυμνος
31) голый, нагой, неодетый Hom., Her., Xen.γυμνὸν στάδιον Pind. — состязание голых бегунов;
γυμνῇ τῇ κεφαλῇ Plat. — с непокрытой головой;γυμνῶν τῶν πραγμάτων θεωρουμένων Diod. — при рассмотрении (одних лишь) голых фактов2) полуодетый, в нижнем белье(γ. ἢ χιτωνίσκον ἔχων ἄζωστος Plat.; γ. ἐν τῷ χιτωνίσκῳ Dem.)
3) обнаженный, вынутый из ножон(φάσγανον Pind.; μάχαιραι Theocr.)
; вынутый из колчана(ὀϊστός Hom.)
; вынутый из футляра(τόξον Hom.)
4) без доспехов(νέκυς Hom.)
5) не прикрытый броней или щитом(τὰ γυμνὰ παρέχειν Xen.)
6) лишенный, неимеющий(δένδρων Pind.; προπομπῶν Aesch.; ὅπλων Her.; ἐσθῆτος Diod.)
ἥ ψυχέ γυμνέ τοῦ σώματος Plat. — душа, освободившаяся от тела -
17 κατακρεμαμαι
-
18 κατερεικω
1) досл. раздавливать, перемалывать, перен. смягчать(τὸν θυμόν τινος Arph.)
2) med. разрывать на себе(καλύπτρας χερσί Aesch.: τὰ τῆς ἐσθῆτος ἐχόμενα Her.)
-
19 πιναρον
-
20 πινος
См. также в других словарях:
ἐσθῆτος — ἐσθής clothing fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εργασία — Με τον όρο ε. εννοούμε κάθε ανθρώπινη ενέργεια που έχει σκοπό την παραγωγή αγαθών, υπηρεσιών ή πληροφοριών που χρειάζονται στους ίδιους τους ανθρώπους. Στην ιστορία του ανθρώπου η ε. εμφανίζεται ως κοινωνική ενέργεια, που προσφέρεται δηλαδή από… … Dictionary of Greek
κίλλιος — κίλλιος, ία, ον (Α) [κίλλος] αυτός που έχει το χρώμα τού όνου, κιλλός* («κίλλιον ἐσθῆτος χρῶμα», Πολυδ.) … Dictionary of Greek
κατερείκω — (Α) 1. χοντροκοπανίζω, θρυμματίζω, χοντραλέθω 2. μτφ. καταπραΰνω, κοπάζω («δυνατὴ τὸν ἐμὸν θυμὸν κατερεῑξαι», Αριστοφ.) 3. μέσ. κατερείκομαι ξεσχίζω τα φορέματα μου λόγω πένθους ή θλίψεως («τά τε ἐσθῆτος ἐχόμενα εἶχον, ταῡτα κατηρείκοντο καὶ… … Dictionary of Greek
νηστικός — (I) ή, ό, θηλ. και ιά (ΑΜ νηστικός, ή, όν) [νήστις] αυτός που δεν τρώει ή που δεν έχει φάει τίποτε για ένα χρονικό διάστημα μεγαλύτερο από το κανονικό, άσιτος νεοελλ. μσν. 1. αυτός που δεν είναι πιωμένος ή που δεν έχει μεθύσει, ξεμέθυστος 2.… … Dictionary of Greek
ονάγρινος — ὀνάγρινος, ίνη, ον (Α) [όναγρος] (ιδίως για ένδυμα) αυτός που έχει το χρώμα άγριου όνου («κίλλιον ἐσθῆτος χρῶμα, τὸ νῡν ὀνάγρινον», Πολυδ.) … Dictionary of Greek
παραλογίζομαι — ΝΑ, και παραλοΐζομαι και παραλογάω, Ν [παράλογος] νεοελλ. κάνω ή λέω κάτι ανόητο, κάτι που αντιβαίνει στη φρόνηση, στη λογική, χάνω το μέτρο τής λογικής, ανοηταίνω αρχ. 1. υπολογίζω εσφαλμένα, λογαριάζω λαθεμένα 2. κάνω απατηλούς, δόλιους… … Dictionary of Greek
σχέση — η / σχέσις, εως, ΝΜΑ 1. η συνάφεια που υπάρχει μεταξύ δύο ή περισσότερων πραγμάτων, αναλογία, σύνδεση, αναφορά, αλληλεξάρτηση (α. «σχέση αιτίου και αιτιατού» β. «η ψυχική του διάθεση έχει στενή σχέση με τις καιρικές συνθήκες» γ. «τὸ γεῡν δεξιὸν… … Dictionary of Greek
φιλοτιμία — η, ΝΜΑ, και ιων. τ. φιλοτιμίη Α [φιλότιμος] μεγαλοψυχία, γενναιοδωρία, απλοχεριά νεοελλ. 1. έντονη συναίσθηση τής προσωπικής τιμής και αξιοπρέπειας, ευθιξία, φιλότιμο («τού έθιξε την φιλοτιμία του») 2. προθυμία στην εκτέλεση εντολής ή καθήκοντος… … Dictionary of Greek
θεομητορικές γιορτές — Χριστιανικές γιορτές που είναι αφιερωμένες στη Θεοτόκο Μαρία (Θεομήτορα). Καθιερώθηκαν από την Δ’ Οικουμενική Σύνοδο (431), η οποία καταδίκασε την αίρεση του Νεστορίου, τονίζοντας τη σπουδαιότητα που έχει για τους χριστιανούς το πρόσωπο της… … Dictionary of Greek
ԱՂՏԵՂԱՀԱՆԴԵՐՁ — ( ) NBH 1 0044 Chronological Sequence: 11c ա.մ. Աղտեղի հանդերձիւ. որպէս եւ դնի ʼի յն. μετὰ ῤυπαρᾶς ἑσθῆτος sordida veste աղտոտ լաթով. *Ոչ աղտեղահանդերձ մտանել ʼի սեղան այսր. Ոսկ. յհ … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)