Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

ἐρύξω

См. также в других словарях:

  • Ἐρυξώ — fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ερυξώ — (6ος αι. π.Χ.). Σύζυγος του Αρκεσίλαου B’, βασιλιά της Κυρήνης, που δολοφονήθηκε από τον αδελφό του, Λέαρχο, το 560 π.Χ. Στο έργο του Γυναικών αρεταί, ο Πλούταρχος εγκωμιάζει τη φρόνησή της, αναφέροντας πως η Ε. εκδικήθηκε τον φόνο του συζύγου… …   Dictionary of Greek

  • ἐρύξω — ἐρύ̱ξω , ἐρύκω keep in aor subj act 1st sg ἐρύ̱ξω , ἐρύκω keep in fut ind act 1st sg ἐρύ̱ξω , ἐρύκω keep in aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἐρυξοῦς — Ἐρυξώ fem nom/voc pl Ἐρυξώ fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Eryxo — (Greek name: η Ἐρυξώ; flourished 6th century BC) was a Greek woman, who was a Queen of Cyrenaica and was a member of The Battiads dynasty, the family that ruled Cyrenaica and Cyrene. From the ancient Greek sources, she appears to be the first… …   Wikipedia

  • λάαρχος — (μέσα 6ου αι. π.Χ.). Αδελφός του Αρκεσίλαου Β’, βασιλιά της Κυρήνης. Αφού σκότωσε τον αδελφό του, ανήλθε ο ίδιος στον βασιλικό θρόνο, ως επίτροπος του ανήλικου διαδόχου, γιου του Αρκεσίλαου. Για να εδραιώσει τη θέση του, θέλησε να παντρευτεί τη… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»