-
1 ερύθημα
-
2 ἐρύθημα
-
3 ἐρύθημα
ἐρύθημα, τό, die Röthe, Xen. Cyn. 6, 18; τοῦ προςώπου Eur. Phoen. 1488; auch ἐπὶ προςώπου, ἐπὶ παρειῶν, Hippocr.; Luc. D. Mort. 1, 3; sowohl von der rothen Hautfarbe als von der Schamröthe; auch Röthe der Entzündung, Medic.; καὶ φλόγωσις τῶν ὀφϑαλμῶν Thuc. 2, 49.
-
4 ερυθημα
-
5 ἐρύθημα
ἐρύθημα, τό, die Röte; sowohl von der roten Hautfarbe als von der Schamröte; auch Röte der Entzündung -
6 ερύθημα
τό1) мед. эритема; 2) румянец, краска на лице;ερύθημα αιδούς ( — или εντροπής) — краска стыда
-
7 ἐρύθημα
A redness or flush upon the skin, Hp.Aph.7.49, Th.2.49 (pl.) ;ἐ. προσώπου
blush,E.
Ph. 1488 (lyr.), Hp.Acut.(Sp.)6(pl.) ;ἐ. ῥόδων φέρειν Aristaenet.1.10
: abs., redness, X.Cyn.5.18 ; blush, Chaerem.1.4.II concrete, ἐρύθημα ἱματίων scarlet garments, LXXIs.63.1.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐρύθημα
-
8 ἐρύθημα,-ατοςτό N 3 0-0-1-0-0=1[/*] Is 63,1
scarlet, dyed red (of garments)Lust (λαγνεία) > ἐρύθημα,-ατοςτό N 3 0-0-1-0-0=1[/*] Is 63,1
-
9 ερυθήματ'
ἐρυθήματα, ἐρύθημαredness: neut nom /voc /acc plἐρυθήματι, ἐρύθημαredness: neut dat sgἐρυθήματε, ἐρύθημαredness: neut nom /voc /acc dual -
10 ἐρυθήματ'
ἐρυθήματα, ἐρύθημαredness: neut nom /voc /acc plἐρυθήματι, ἐρύθημαredness: neut dat sgἐρυθήματε, ἐρύθημαredness: neut nom /voc /acc dual -
11 ἐπ-ανθίζω
ἐπ-ανθίζω, mit Blumen schmücken, bunt machen, χρώμασιν ἐπηνϑισμένος, bunt gemalt, D. Sic. 1, 49; ὑπὸ κινναβάρεως τὸ ἄγαλμά ἐστιν ἐπηνϑισμένον Paus. 7, 26, 6; ἐλέφαντα ἐπήνϑιζον χρυσῷ, mit Gold auslegen, Luc. hist. conscr. 51; ἂν ὁ γραφεὺς αὐταῖς ἐρύϑημα πλεῖον ἐπανϑίσῃ, rothe. Farbe aufträgt, ibd. 13; übrtr., von der Rede, ἀπαγγελία ὀνόμασι ποιητικοῖς ἐπηνϑισμένη Philostr. – Aesch. sagt πολλοῖς ἐπανϑίσαντες πόνοισι γενεάν, Spt. 932, mit Leid u. Graus das Geschlecht umkränzt habend; κωκυτοῖς ἐπανϑίζειν παιᾶνα Ch. 148, mit den Wehklagen schmücken, durchflechten den Päan, Schol. στέφειν ὡς ἄνϑεσι; im med., πολύμναστον ἐπηνϑίσω αἷμ' ἄνιπτον Ag. 1438, du ließest aufblühen die Blutschuld, beflecktest dich mit Blut.
-
12 ἐρύθρημα
-
13 ἐρεύθημα
-
14 εξανθεω
1) покрываться цветами, расцветать(γῆ ἐξανθοῦσα Xen.)
2) (пышно) разрастаться, вырастать(ἥ τῆς ἥβης τρίχωσις ἐξανθεῖ Arst.)
3) ( о кожных болезнях) появляться на коже, высыпать(ἐξήνθει τὸ ἐρύθημα Plut.; ἕλκεσιν ἐξηνθηκὸς σῶμα Thuc.)
4) перен. (пышно) расцветать, возникать, появляться(ὕβρις ἐξανθοῦσα Aesch.; ἐξήνθησαν αἱ κακίαι Plut.)
ὡς αἱματηρὸν πέλανον ἐξανθεῖ ἁλός Eur. — море покрылось словно кровавой пеной;πυρετὸς ἐξήνθησεν αὐτῷ Plut. — у него появилась лихорадка;ἐκ ταύτης τῆς ὑπολήψεως ἐξήνθησεν ἥ ἀκροτάτη δόξα τῶν εἰρημένων Arst. — из этого допущения развилось самое крайнее из когда-л. высказанных мнений5) перерастать, перерождаться, превращаться(ἥ ἀνδρεία τελευτῶσα ἐξανθεῖ μανίαις Plat.; εἰς κακίαν Plut.)
6) отцветать, увядать(τελευτῶντος τοῦ χρόνου ἐξανθεῖ ὅ κόσμος Plat.)
7) выцветать, блекнуть(τάχυ ἐξανθεῖ τὸ μίλτινον Plut.)
8) выдыхаться, терять аромат(ὅ οἶνος ἐξανθεῖ Plut.)
9) (по)рождать, производить(ποικίλα καὴ πολυειδῆ, sc. ἄνθη Luc.; πολὺ κώνειον Plut.)
τὸ πεδίον ἐξήνθησεν ἁλμυρίδα Plut. — поле покрылось солончаками;ἐ. τὸ ἁλουργόν Plut. — багроветь;ἐξανθῆσαι φλόγα Plut. — воспламениться, вспыхнуть -
15 επανθιζω
1) расцвечивать, раскрашивать(χρῶμασιν ἐπηνθισμένος Diod.)
2) украшать(ἐλέφαντα τῷ χρυοῷ Luc.)
ἐ. τινὴ ἐρύθημα Luc. — покрыть кого-л. румянами3) перен. уснащать(παιᾶνα κωκυτοῖς Aesch.)
4) отягощать(τινὰ πολλοῖς πονοισι Aesch.)
5) med. обагрять себя(αἷμα Aesch.)
-
16 επανθώ
(ε) (αόρ. επήνθησα) αμετ.1) расцветать; 2) перен. расцветать, сиять, озаряться; загораться, светиться;η χαρά επανθεί επί τού προσώπου του — его лицо сияет радостью;
επήνθησε το ερύθημα της αιδούς επί των παρειών της краска стыда разлилась по её щекам;3) геол отлагаться, обнажаться, выходить на поверхность (о месторождении, пласте) -
17 ερυθημάτων
-
18 ἐρυθημάτων
-
19 ερυθήμασι
-
20 ἐρυθήμασι
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ἐρύθημα — redness neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ερύθημα — Κοκκίνισμα του δέρματος από τη διαστολή των αγγείων. Πολλές φορές εξαφανίζεται σχεδόν αμέσως μόλις εμφανιστεί (π.χ. από συναίσθημα ντροπής ή οργής). Περισσότερο διαρκεί το φλεγμονώδες ε., που προκαλείται από χημικές ουσίες ή από φυσικούς… … Dictionary of Greek
ἐρυθημάτων — ἐρύθημα redness neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρυθήμασι — ἐρύθημα redness neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρυθήμασιν — ἐρύθημα redness neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρυθήματα — ἐρύθημα redness neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρυθήματι — ἐρύθημα redness neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρυθήματος — ἐρύθημα redness neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ερυθηματώδης — ες αυτός που μοιάζει με ερύθημα, που παρουσιάζει συμπτώματα όμοια με ερύθημα («ἐρυθηματώδης λύκος»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ερύθημα. Η λ. μαρτυρείται από το 1839 στον Ιωάννη Ορλάνδο] … Dictionary of Greek
ἐρυθήματ' — ἐρυθήματα , ἐρύθημα redness neut nom/voc/acc pl ἐρυθήματι , ἐρύθημα redness neut dat sg ἐρυθήματε , ἐρύθημα redness neut nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ερυθηματικός — ή, ό [ερύθημα] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο ερύθημα … Dictionary of Greek