Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἐρύθημα

См. также в других словарях:

  • ἐρύθημα — redness neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ερύθημα — Κοκκίνισμα του δέρματος από τη διαστολή των αγγείων. Πολλές φορές εξαφανίζεται σχεδόν αμέσως μόλις εμφανιστεί (π.χ. από συναίσθημα ντροπής ή οργής). Περισσότερο διαρκεί το φλεγμονώδες ε., που προκαλείται από χημικές ουσίες ή από φυσικούς… …   Dictionary of Greek

  • ἐρυθημάτων — ἐρύθημα redness neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐρυθήμασι — ἐρύθημα redness neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐρυθήμασιν — ἐρύθημα redness neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐρυθήματα — ἐρύθημα redness neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐρυθήματι — ἐρύθημα redness neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐρυθήματος — ἐρύθημα redness neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ερυθηματώδης — ες αυτός που μοιάζει με ερύθημα, που παρουσιάζει συμπτώματα όμοια με ερύθημα («ἐρυθηματώδης λύκος»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ερύθημα. Η λ. μαρτυρείται από το 1839 στον Ιωάννη Ορλάνδο] …   Dictionary of Greek

  • ἐρυθήματ' — ἐρυθήματα , ἐρύθημα redness neut nom/voc/acc pl ἐρυθήματι , ἐρύθημα redness neut dat sg ἐρυθήματε , ἐρύθημα redness neut nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ερυθηματικός — ή, ό [ερύθημα] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο ερύθημα …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»