-
1 ερυθημα
-
2 ερύθημα
τό1) мед. эритема; 2) румянец, краска на лице;ερύθημα αιδούς ( — или εντροπής) — краска стыда
-
3 εξανθεω
1) покрываться цветами, расцветать(γῆ ἐξανθοῦσα Xen.)
2) (пышно) разрастаться, вырастать(ἥ τῆς ἥβης τρίχωσις ἐξανθεῖ Arst.)
3) ( о кожных болезнях) появляться на коже, высыпать(ἐξήνθει τὸ ἐρύθημα Plut.; ἕλκεσιν ἐξηνθηκὸς σῶμα Thuc.)
4) перен. (пышно) расцветать, возникать, появляться(ὕβρις ἐξανθοῦσα Aesch.; ἐξήνθησαν αἱ κακίαι Plut.)
ὡς αἱματηρὸν πέλανον ἐξανθεῖ ἁλός Eur. — море покрылось словно кровавой пеной;πυρετὸς ἐξήνθησεν αὐτῷ Plut. — у него появилась лихорадка;ἐκ ταύτης τῆς ὑπολήψεως ἐξήνθησεν ἥ ἀκροτάτη δόξα τῶν εἰρημένων Arst. — из этого допущения развилось самое крайнее из когда-л. высказанных мнений5) перерастать, перерождаться, превращаться(ἥ ἀνδρεία τελευτῶσα ἐξανθεῖ μανίαις Plat.; εἰς κακίαν Plut.)
6) отцветать, увядать(τελευτῶντος τοῦ χρόνου ἐξανθεῖ ὅ κόσμος Plat.)
7) выцветать, блекнуть(τάχυ ἐξανθεῖ τὸ μίλτινον Plut.)
8) выдыхаться, терять аромат(ὅ οἶνος ἐξανθεῖ Plut.)
9) (по)рождать, производить(ποικίλα καὴ πολυειδῆ, sc. ἄνθη Luc.; πολὺ κώνειον Plut.)
τὸ πεδίον ἐξήνθησεν ἁλμυρίδα Plut. — поле покрылось солончаками;ἐ. τὸ ἁλουργόν Plut. — багроветь;ἐξανθῆσαι φλόγα Plut. — воспламениться, вспыхнуть -
4 επανθιζω
1) расцвечивать, раскрашивать(χρῶμασιν ἐπηνθισμένος Diod.)
2) украшать(ἐλέφαντα τῷ χρυοῷ Luc.)
ἐ. τινὴ ἐρύθημα Luc. — покрыть кого-л. румянами3) перен. уснащать(παιᾶνα κωκυτοῖς Aesch.)
4) отягощать(τινὰ πολλοῖς πονοισι Aesch.)
5) med. обагрять себя(αἷμα Aesch.)
-
5 επανθώ
(ε) (αόρ. επήνθησα) αμετ.1) расцветать; 2) перен. расцветать, сиять, озаряться; загораться, светиться;η χαρά επανθεί επί τού προσώπου του — его лицо сияет радостью;
επήνθησε το ερύθημα της αιδούς επί των παρειών της краска стыда разлилась по её щекам;3) геол отлагаться, обнажаться, выходить на поверхность (о месторождении, пласте)
См. также в других словарях:
ἐρύθημα — redness neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ερύθημα — Κοκκίνισμα του δέρματος από τη διαστολή των αγγείων. Πολλές φορές εξαφανίζεται σχεδόν αμέσως μόλις εμφανιστεί (π.χ. από συναίσθημα ντροπής ή οργής). Περισσότερο διαρκεί το φλεγμονώδες ε., που προκαλείται από χημικές ουσίες ή από φυσικούς… … Dictionary of Greek
ἐρυθημάτων — ἐρύθημα redness neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρυθήμασι — ἐρύθημα redness neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρυθήμασιν — ἐρύθημα redness neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρυθήματα — ἐρύθημα redness neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρυθήματι — ἐρύθημα redness neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρυθήματος — ἐρύθημα redness neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ερυθηματώδης — ες αυτός που μοιάζει με ερύθημα, που παρουσιάζει συμπτώματα όμοια με ερύθημα («ἐρυθηματώδης λύκος»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ερύθημα. Η λ. μαρτυρείται από το 1839 στον Ιωάννη Ορλάνδο] … Dictionary of Greek
ἐρυθήματ' — ἐρυθήματα , ἐρύθημα redness neut nom/voc/acc pl ἐρυθήματι , ἐρύθημα redness neut dat sg ἐρυθήματε , ἐρύθημα redness neut nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ερυθηματικός — ή, ό [ερύθημα] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο ερύθημα … Dictionary of Greek