-
1 ερωτήσαι
-
2 ἐρωτήσαι
-
3 ερωτήσαι
-
4 ἐρωτῆσαι
-
5 ερώτησαι
-
6 ἐρώτησαι
-
7 εἰρήνη
εἰρήν-η (v. infr.), ἡ,A peace, Od.24.486, etc.; ἐπ' εἰρήνης in time of peace, Il.2.797;ἔθηκε πᾶσιν εἰ. φίλοις A.Pers. 769
; εἰ. τἀκεῖθεν τέκνοις on that side they have peace, have naught to fear, E.Med. 1004; εἰ. γίγνεται peace is made, Hdt.1.74: hence later, a peace, treaty of peace, ἡ βασιλέως εἰ. IG22.103.24, etc.; εἰ. ποιεῖν 'Αρμενίοις καὶ Χαλδαίοις make peace between.., X.Cyr.3.2.12;εἰ. ποιεῖσθαι And.3.8
, Aeschin. 2.77; εἰ. κατεργάζεσθαι, πράττειν, And.3.8,17;διαπράξασθαι X.HG 6.3.4
; εἰρήνης δεῖσθαι ib.2.2.13; εἰρήνην δέχεσθαι to accept it, ib. 22;λαβεῖν And.3.7
; εἰ. ἄγειν keep peace, be at peace, Ar.Av. 386, etc.;πρὸς ἀλλήλους Pl.R. 465b
; εἰ. ἄγειν (v.l. ἔχειν ) enjoy peace, X.An.2.6.6; λύειν break it, D.18.71; πολλὴ εἰ. τινὸς γίγνεται profound peace, Pl. R. 329c; ἐν εἰρήνῃ λέγειν, τὸν βίον διάγειν, Id.Smp. 189b, R. 372d; πόλεμον εἰρήνης χάριν [αἱρεῖσθαι] Arist.Pol. 1333a35; εἰρήνης ἄρξας, = εἰρηναρχήσας, IGRom.3.784, cf. 452.II the goddess of peace, daughter of Zeus and Themis, Hes.Th. 902, cf. Pi.O.13.7, B.Fr.3.1, IG3.170, Plu.Cim.13, etc.IV Hebraism in LXX, ἐρωτῆσαί τινα εἰς εἰρήνην greet a person, inquire after their health, Jd.18.15, 1 Ki.17.22; ἐρ. τινὰ τὰ εἰς εἰ. ib.10.4; soἐπερωτᾶν εἰς εἰ. τοῦ πολέμου 2 Ki.11.7
; in salutations, εἰ. σοι; 4 Ki.4.26, cf. Ev.Luc.24.36, al.;εἰ. ἡ εἴσοδός σου 3 Ki.2.13
. (ϝειράνα IG5(1).1509
(Sparta, iv B. C., dub.); ἰράνα ib.4.917 (Epid.), 12(3).29.12 ([place name] Telos); cf. [dialect] Boeot. πολέμω καἰράνας ib.7.2407, but Cret.πολέμω χ[ἰ]ρήνας GDI5018.5
; εἰρήνα Pi.l.c., B.l.c., SIG241.80 (Delph., iv B. C.), laterεἰράνα IG5(1).935.14
(ii B. C.).) -
8 ἀφίστημι
A causal in [tense] pres. and [tense] impf., in [tense] fut. ἀποστήσω, and [tense] aor. I ἀπέστησα, as also in [tense] aor. I [voice] Med. (v. infr.):—put away, remove, keep out of the way,τὸ ἀσθενέστατον τοῦ στρατεύματος X.HG7.5.23
; (lyr.); of diseases, Dsc.2.96, Gal.13.846;τὰ συγκείμενα ἀ. ἀπ' ἀλλήλων Pl.Plt. 282b
;ἀ. τῆς ἐλάας τὸν φλοιόν Thphr.CP3.3.2
;ἀ. τινὰ λόγου
hinder from..,E.
IT 912; ἀ. τὰς τῶν πολεμίων ἐπιβουλάς frustrate them, Th.1.93; ἀ. τὸν ἄρχοντα depose him, X.HG7.1.45:—[tense] aor. [voice] Med., Ἀργείων δόρυ πυλῶν ἀπεστήσασθε remoued it from your own gates, E.ph.1087:—in Hdt.9.23 ἀποστήσαντες, = ἀποστάντες, having retired.2 cause to revolt, of allies, Id.8.19, Ar.Eq. 238, Th.1.81;τινὰ ἀπό τινος Hdt.1.76
, 154, etc.;τινά τινος And.3.22
.3 in geom. constructions, cut off, Procl.Hyp. 6.7.II weigh out, X.Smp.2.20;ἀποστησάτωσαν τὰ χρυσία IG7.303.19
([place name] Oropus); pay, (ii B.C.): also in [tense] aor. I [voice] Med., μὴ.. ἀποστήσωνται Ἀχαιοὶ χρεῖος lest they weigh out (i. e. pay in full) the debt, Il.13.745, cf. IG12.91.20, al.:—in strict sense of [voice] Med., ἀποστήσασθαι τὸν χαλκόν to have the brass weighed out to one, D.49.52.—Hom. has it trans. only in l.c.III [voice] Med., give a final decision (or break up, dismiss the assembly), ῥήτρα ap.Plu. Lyc.6.B intr., in [voice] Pass., as also in [tense] aor. 2 ἀπέστην, imper. ,ἀπόστα Men.375
: [tense] pf. ἀφέστηκα in [tense] pres. sense, sync. in pl. ἀφέστᾰμεν, -στᾰτε, -στᾶσι, as in inf. ἀφεστάναι, part. ἀφεστώς, -ῶσα, -ός or - ώς: [tense] plpf. ἀφεστήκειν, [dialect] Att. : [tense] fut. [voice] Med.ἀποστήσομαι E.Hec. 1054
, Th.5.64, etc. (while [tense] aor. I [voice] Med. is causal (v. supr.)): for [tense] fut. ἀφεστήξω v. h. v.:— stand away or aloof from, keep far from,ὅσσον δὲ τροχοῦ ἵππος ἀφίσταται Il.23.517
;οὐ μέν κ' ἄλλη γ' ὧδε γυνὴ.. ἀνδρὸς ἀφεσταίη Od.23.101
;ἀποστᾶσ' ἐκποδών E.Hel. 1023
;ἐς ἄλλο σχῆμ' ἀ. βίου Id.Med. 1039
; ; ὡς γραφεὺς (or βραβεὺς)ἀποσταθείς E.Hec. 807
;μακρὰν τόποις καὶ χρόνοις ἀ. D.S.13.22
: hence in various relations, ἀφεστάναι φρενῶν lose one's wits, S.Ph. 865; (lyr.); οὐδενὸς ἀποστήσονται ὅσα ἂν δίκαια λέγητε depart from, object to right proposals, Th.4.118;ἀ. φόνου E.Or. 1544
; ἀ. ἀρχῆς to be deposed from office, Pl.Lg. 928d; simply, resign, SIG527.105 (Crete, iii B. C.); ἀ. τῶν πραγμάτων, τῆς πολιτείας, etc., withdraw from business, politics, have done with it, D.10.1, 18.308, etc.; ἔργων ἢ πόνων ἢ κινδύνων shun them, Isoc.4.83, cf.X.HG7.5.19, etc.; ὧν εἷλεν ἀποστάς giving up all claim to what he had won (at law), D.21.181;τῶν αὑτῆς Id.19.147
, cf. 35.4; ἀφίστασθαι τῶν τοῦ ἀδελφοῦ ib.44;οὐδενὸς τῶν ἀνηκόντων τῇ πόλει Inscr.Magn.53.65
; τὴν πολιτείαν.. τὴν ἀφεστηκυῖαν τοῦ μέσου πλεῖον further removed from.., Arist.Pol. 1296b8;ἀποστὰς τῶν πατρῴων Luc.DMort.12.3
; ἀ. ἐκ Σικελίας withdraw from the island, give up the expedition, Th.7.28; retire,ἐς Ἰθώμην Id.1.101
: rarely c.acc., avoid, shrink from,τὸν ἥλιον X.Cyn. 3.3
;τὸν πόλεμον Id.An.2.5.7
; ;πυγμήν Philostr. Gym.20
(prob. cj.).2 in Prose, ἀ. ἀπό τινος revolt from.., Hdt. 1.95, 130, etc.;τινός Id.2.113
;οὐκ ἀποστήσομαι ἀπὸ τοῦ δήμου Ἀθηναίων IG12.39.21
; but Ἀθηναίων τοῦ πλήθους ib.10.22; also ἀ. εἴς or πρός τινας, Hdt.2.30, 162, cf. X.An.1.6.7;ἐς δημοκρατίαν ἀ. Th.8.90
: abs., revolt, Hdt.1.102, etc.; ὑπό τινος at his instigation, Th.8.35 ( ἀπό codd.).3 ἀ. τινί make way for another, give way to him, E. Hec. 1054, D.8.37.4 c. gen., shrink from,τῶν κινδύνων Isoc.9.29
: also c. inf., shrink from doing,ἀπέστην τοῦτ' ἐρωτῆσαι σαφῶς E. Hel. 536
.5 abs., stand aloof, recoil from fear, horror, etc.,τίπτε καταπτώσσοντες ἀφέστατε; Il.4.340
;πολλὸν ἀφεσταότες 17.375
;παλίνορσος ἀπέστη 3.33
, Pi.O.1.52, P.4.145;ἐγὼ οὐδέν τι μᾶλλον ἀ. Pl.Tht. 169b
, cf. D.19.45, etc.; desist,μὴ νῦν -ώμεθα Pl.Lg. 960e
; a runaway,Lys.
23.7.6 Medic., ἀφίσταται, = ἀπόστασις γίγνεται, εἰς ἄρθρα Hp.Aph.4.74; ἀ. ὀστέον exfoliates, ib. 6.45; alsoἀ. ἀπὸ τῶν ὀστῶν Pl.Ti. 84a
;τὸ δέρμα ἀ. X.Eq.1.5
; also, project, stand out,ὦτα ἀφεστηκότα PLond.3.1209.12
(i B. C.).b to be separated by the formation of an abscess, Gal.11.116, al. (also in [voice] Act.,τὸ πύον ἀφίστησι 7.715
).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀφίστημι
-
9 ἐρωτάω
Grammatical information: v.Meaning: `ask, question', hell. also `ask (to)' (Od.).Compounds: Also with prefix, esp. ἐπ-. On the use etc. Fournier Les verbes "dire" (s. index).Derivatives: ἐρώτημα ( ἐπ-) `question, demand' (Ion.-Att.) with ἐρωτημα-τικός (D. T.) and - τίζω (Arist.); ἐρώτησις ( ἐπ-) `questioning' (Ion.-Att.; cf. Holt Les noms d'action en - σις 126); ἐρωτητικός `blonging to, clever in questioning' (Pl., Arist.); ἀν-ερωτίζω (Telekl. 52).Origin: XX [etym. unknown]Etymology: The present ἐρωτάω, εἰρωτάω \< *ἐρϜωτάω, which esp. in Attic replaced primary (Ion.) εἴρομαι (s. v.) \< *ἔρϜ-ομαι, is an enlargement in - τ- ; the origin of the - ω- is unknown. For the type in gen. cf. on ἀρτάω and Schwyzer 705f. - Other secondary presents are ἐρεείνω and ἐρευνάω, s. vv.Page in Frisk: 1,574Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ἐρωτάω
См. также в других словарях:
ἐρωτήσαι — ἐρωτήσαῑ , ἐρωτάω ask aor opt act 3rd sg (attic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρωτῆσαι — ἐρωτάω ask aor inf act (attic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρώτησαι — ἐρωτάω ask pres ind mp 2nd sg ἐρωτάω ask aor imperat mid 2nd sg (attic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιέργεια — η, Ν, περιεργία ΜΑ και περιέργεια Μ [περίεργος] άσκοπο, ανώφελο ενδιαφέρον για ξένες υποθέσεις, επέμβαση στις υποθέσεις άλλων νεοελλ. επίμονη επιθυμία κάποιου να δει ή να μάθει κάτι μσν. αρχ. 1. μάταιη, άσκοπη απασχόληση με ασήμαντα ζητήματα… … Dictionary of Greek