-
1 ἐρυθρός
ἐρυθρός ( ἐρεύϑω), roth, dunkelroth, οἶνος, νέκταρ, χαλκός, Od. 5, 93. 165 Il. 9, 365 u. öfter; οἶνος Archil. 49; vom Blute, ἐρυϑρὸς ἐκ μελέων πέλανος Aesch. Eum. 265; πόντος, rothes Meer, s. nom. nr.; von der Farbe des Mennig, Her. 3, 57; Scharlach, κόκκου ἐρυϑρότερος Drom. com. bei Ath. VI, 240 d, wie Xen. Oec. 10, 2; bei Plat. Tim. 83 b schreibt Bekker ἐρυϑρώτερον, wie Epinom. 987 c ἐρυϑρώτατον.
-
2 ἐρυθρός
-
3 ποικιλ-έρυθρος
ποικιλ-έρυθρος, rothbunt, rothgefleckt, gesprenkelt, Arist. bei Ath. VII, 327 s.
-
4 λευκο-έρυθρος
λευκο-έρυθρος, = λευκέρυϑρος, Procl.
-
5 λευκ-έρυθρος
λευκ-έρυθρος, weißroth, Arist. physiogn. 2 u. Sp., die auch λευκ-ερυθρό-χρους, von weißrother Farbe, u. λευκ-ερυθρο-φωσφόρος bilden.
-
6 ἐν-έρυθρος
ἐν-έρυθρος, röthlich, Aret.
-
7 ἐξ-έρυθρος
ἐξ-έρυθρος, sehr roth, Hippocr., Arist. probl. 2, 27 u. Sp.
-
8 ὑπ-έρυθρος
ὑπ-έρυθρος, etwas roth; Thuc. 2, 49; Plat. Rep. X, 617 a.
-
9 χαλκός
χαλκός, ὁ, Erz, Metall, bes. Kupfer, als das erste Metall, das man schmelzen und bearbeiten lernte, vgl. Schol. Ap. Rh. 1, 430 u. Hes. O. 150, τοῖς δ' ἦν χάλκεα μὲν τεύχεα, χάλκεοι δέ τε οἶκοι, χαλκῷ δ' ἐργάζοντο, μέλας δ' οὐκ ἔσκε σίδηρος; als nachher auch das Eisen geschmiedet wurde, übertrugen die Dichter das Wort auch auf Eisen; Hom. bezeichnet es noch als ἐρυϑρός, Il. 9, 365, u. nennt es neben Eisen, χαλκός τε χρυσός τε πολυκμητός τε σίδηρος 6, 48. 11, 133, vgl. Od. 21, 10. 61, wo aus Kupfer gearbeitete Gefäße u. Geräthe zu verstehen sind; ἄλλοι μὲν χαλκῷ, ἄλλοι δ' αἴϑωνι σιδήρῳ Il. 7, 473; Panzer u. Harnisch sind bei Hom. aus χαλκός, εἰλυμένοι αἴϑοπι χαλκῷ 18, 512, ἐν δ' αὐτὸς ἐδύσετο νώροπα χαλκόν 2, 578, κεκορυϑμένος αἴϑοπι χαλκῷ 4, 495, u. öfter; eben so das Schwert, dah. oft νηλέϊ χαλκῷ; das Beil, 23, 118; auch Verzierung, ἅρματα ποικίλα χαλκῷ, 4, 226 u. öfter; Kessel, ἀμφὶ πυρὶ χαλκὸν ἰήνατε, ϑέρμετε δ' ὕδωρ Od. 8, 426; Pind. nennt es πολιός, P. 3, 48, also wohl Eisen, u. öfter; Aesch. verbindet χαλκόν, σίδηρον, ἄργυρον, χρυσόν τε, Prom. 500; aber χαλκοῦ βαφάς geht auf Stählung des Eisens, Ag. 598; ἐν βραχεῖ χαλκῷ, von einem kupfernen Gefäße, Soph. El. 748; Plat. verbindet χαλκὸς καὶ σίδηρος, Legg. III, 678 c; χαλκὸς καὶ σίδηρος πολέμων ὄργανα XII, 956 a. – Eine Kupfermünze, der achte Theil des Obols, u. übh. Kupfergeld, Sp. oft. – Später unterschied man verschiedene Arten und Mischungen des Kupfers; χαλκὸς μέλας Philostr.; das gemeine Kupfer auch χ. Κύπριος, weil die Griechen in ältester Zeit ihr Kupfer aus Kypros erhielten; davon das lat. cuprum, unser Kupfer; χαλκὸς λευκός, weißes Kupfer, eine Art Prinzmetall, χ. ἐρυϑρός, Messing, Ath. V, 205; χ. κεκραμένος, gemischtes Kupfer, Bronze. – Man leitet das Wort von χαλάω ab, weil man die Dehnbarkeit des Metalls am Kupfer zuerst in bes. hohem Grade wahrnahm.
-
10 δα-φοινός
δα-φοινός, fem. δαφοινή Opp. C. 3, 440, eigentl. = ganz blutig, ganz blutroth; von φοινός und δα- = ζα- = διά, vgl. δάσκιος; Apoll. Lex. Homer. p. 56, 11 δαφοινός ὁ μεγάλως φοινὸς καὶ ἐρυϑρός. ἔνιοι δὲ δαφοινὸν τὸν μεγάλως φόνιον, Homer dreimal: Iliad. 11, 474 δαφοινοὶ ϑῶες, rothgelb; Iliad. 10, 23 δαφοινὸν δέρμα λέοντος αἴϑωνος; Iliad. 2, 308 δράκων ἐπὶ νῶτα δαφοινός. Vgl. δαφοινεός Iliad. 18, 538. – Folgende: Κῆρες Hes. Sc. 250; πῆμα H. h. Ap. 304; ἄγρα Pind. N. 3, 77; αἰετός Aesch. Prom. 1024; λύκοι Opp. C. 3, 393; blutroth, δαλός Aesch. Ch. 606; rothgelb, Eur. Alc. 581 λεόντων ἁ δαφοινὸς ἴλα.
-
11 οἶνος
οἶνος, ὁ (eigtl. FΟΙΝΟΣ, vinum), Wein; Hom. nennt ihn αἴϑοψ, ἐρυϑρός, μέλας, kennt also bes. rothen Wein (λευκός, κιῤῥός, μέλας Ath. I, 32 c), den er auch als ἡδύς, μελιηδής, μελίφρων, süß, auch als εὐώδης, duftend, bezeichnet; er wurde gewöhnlich mit Wasser gemischt; ἐν οἴνῳ, beim Weine, Ar. Lys. 1227; auch von weinähnlichen, berauschenden G. tränken, κρίϑινος, eine Art Bier aus Gerste, Xen. An. 4, 5, 26, φοινίκων, 1, 5, 10; u. so ἐκ κριϑῶν Her. 2, 77, Palmwein 1, 193. 194. 2, 86, Lotoswein 4, 177; diesen weinähnlichen Getränken wird der echte Wein als οἶνος ἀμπέλινος entgeggstzt, 2, 60. – Der Wein wurde übrigens mit verschiedenen Ingredienzien abgezogen, um ihm einen andern Geschmack zu verleihen (man vgl. die verschiedenen von Ath. II aufgeführten Arten). – Auch der Ort, wo der Wein verkauft wird, heißt οἶνος, Ar. bei Poll. 10, 75.
-
12 ἐρυσῑ-πελας
ἐρυσῑ-πελας, ατος, τό (ἐρυϑρὸς – πέλας, πέλος), eine roth aussehende Hautentzündung oder Geschwulst, Rose, Medic.
-
13 ἐρυθραίνω
ἐρυθραίνω, roth machen, röthen (ἐρεύϑω, ἐρυϑρός), Theophr. u. A.; von der Schamröthe, αἰδοῠς ἐνεπίμπλατο ὥςτε καὶ ἐρυϑραίνεσϑαι Xen. Cyr. 1, 4, 4; Arist. Eth. 4, 15; τὰς παρειὰς ἐρυϑραίνων Hdn. 5, 6, 24.
-
14 ἐρυθραῖος
-
15 ἐνέρυθρος
-
16 ἐξέρυθρος
-
17 λευκέρυθρος
-
18 οἶνος
οἶνος, ὁ, Wein; auch αἴϑοψ, ἐρυϑρός, μέλας, also bes. roten Wein, auch als ἡδύς, μελιηδής, μελίφρων, süß, auch als εὐώδης, duftend, bezeichnet; er wurde gewöhnlich mit Wasser gemischt; ἐν οἴνῳ, beim Weine; auch von weinähnlichen, berauschenden Getränken; κρίϑινος, eine Art Bier aus Gerste; ἐκ κριϑῶν, Palmwein, Lotoswein; diesen weinähnlichen Getränken wird der echte Wein als οἶνος ἀμπέλινος entgeggstzt. Der Wein wurde übrigens mit verschiedenen Ingredienzien abgezogen, um ihm einen andern Geschmack zu verleihen. Auch der Ort, wo der Wein verkauft wird, heißt οἶνος -
19 ποικιλέρυθρος
ποικιλ-έρυθρος, rotbunt, rotgefleckt, gesprenkelt -
20 ὑπέρυθρος
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ἐρυθρός — red masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἔρυθρος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ερυθρός — ά και ή, ό (AM ἐρυθρός, ά, όν Α και ἐρυθρός, ή, όν) 1. αυτός που έχει το χρώμα τού αίματος ή τού άνθους τής παπαρούνας, ο κόκκινος 2. φρ. «Ερυθρά θάλασσα» η θάλασσα μεταξύ τής Αραβίας και τού βόρειου τμήματος τής ανατολικής ακτής τής Αφρικής μσν … Dictionary of Greek
ερυθρός — ή, ό 1. αυτός που έχει κόκκινο χρώμα, αλλ. κόκκινος. 2. το ουδ. ως ουσ., ερυθρό το κόκκινο χρώμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ερυθρός γίγαντας — (Αστρον.). Γίγαντας αστέρας με επιφανειακή θερμοκρασία 2000 3000°Κ και διάμετρο 10 100 φορές μεγαλύτερη από τον Ήλιο. Οι ε.γ. πιστεύεται ότι αντιπροσωπεύουν τις τελευταίες φάσεις της εξέλιξης ενός φυσιολογικού αστέρα, όταν πια έχει καταναλωθεί το … Dictionary of Greek
Ερυθρός ποταμός — Ποταμός (1.200 χλμ.) της Κίνας, που πηγάζει από τα βουνά Γιουνάν (σε υψόμετρο 2.170 μ.). Ο ποταμός, που ονομάζεται από τους Κινέζους Σονγκ Κόι, διασχίζει το βόρειο Βιετνάμ και εκβάλλει στον κόλπο του Toνκίν, σχηματίζοντας μεγάλο δέλτα. Βλ. λ.… … Dictionary of Greek
Ερυθρός Σταυρός — Διεθνής οργανισμός που ιδρύθηκε με σκοπό τη βοήθεια των θυμάτων πόλεμου. Ο Ε.Σ. ιδρύθηκε το 1864 από τον Ελβετό Ερρίκο Ντινάν, μετά την απογοήτευση που αισθάνθηκε από την εγκατάλειψη των τραυματιών στη μάχη του Σολφερίνο (24 Ιουνίου 1859). Ο… … Dictionary of Greek
Σταυρός, Διεθνής Ερυθρός — Συγκρότημα φιλανθρωπικών οργανώσεων που αποβλέπουν στην προσφορά βοήθειας στα θύματα του πολέμου, των φυσικών καταστροφών και των κοινωνικών αναστατώσεων. Περιλαμβάνει δυο χωριστές οργανώσεις: τη Διεθνή Επιτροπή του Ερυθρού Σταυρού και την Ένωση… … Dictionary of Greek
Διεθνής Ερυθρός Σταυρός — Ένωση φιλανθρωπικών οργανώσεων με κεντρική έδρα τη Γενεύη. Βλ. λ. Σταυρός, Διεθνής Ερυθρός … Dictionary of Greek
Έρικ ο Ερυθρός — (940 – 1010 μ.Χ.). Νορβηγός θαλασσοπόρος. Έφυγε γύρω στο 950 μ.Χ. με τον πατέρα του από τη Νορβηγία και εγκαταστάθηκε στην Ισλανδία. Λόγω βεντέτας, αποφασίστηκε η εξορία του· απέπλευσε το 985 από την Ισλανδία και έφτασε στις δυτικές ακτές της… … Dictionary of Greek
ἐρυθρά — ἐρυθρός red neut nom/voc/acc pl ἐρυθρά̱ , ἐρυθρός red fem nom/voc/acc dual ἐρυθρά̱ , ἐρυθρός red fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)